4/9/09

ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1912 – 1945 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΩΝ ΦΙΛΗΡΑΤΟΥ ΚΑΙ  ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΑΧΟΥ

1. Εισαγωγικά
Ονομάζομαι Δημήτρης Κυπριώτης και οι βασικές μου σπουδές έγιναν στο Ελ­ληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και πιο συγκεκριμένα στη Σχολή Ανθρωπιστι­κών Σπουδών, Τμήμα Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό. Αργότερα, ολοκλήρωσα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο Πανεπιστή­μιο Αιγαίου και πιο συγκεκριμένα το πρόγραμμα: «Επιστήμες της Αγωγής - Εκ­παίδευση  με τη χρήση Νέων Τεχνολογιών».
Παράλληλα είμαι πιστοποιημένος εκπαιδευτής ενηλίκων από το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων, στις θεματικές ενότητες της Τοπικής Ιστορίας, της Λαογραφίας και της Ιστορίας της Τέχνης.
Το επιστημονικό μου ενδιαφέρον εστιάζεται στην Ιστορία. Αναλυτικότερα, θα έλεγα ότι το ενδιαφέρον μου εστιάζε­ται στους τρόπους με τους οποίους διαμεσολαβείται η ιστορική αφήγηση, στις σχέσεις αιτιότητας που συνδέουν τα γεγονότα (αν και όποτε συμβαίνει αυτό), στην ύπαρξη ή μη «ιστορικής αλήθειας», στη μεθοδο­λογία ιστορικής έρευνας, στις χρήσεις της Ιστορίας κλπ.
Εδώ και ένα περίπου έτος, συνεργάζομαι με τον γνωστό φωτογράφο της Ρόδου Αντώνιο Φιληράτου Πάχο, βοηθώντας τον να οργανώσει και να ψηφιο­ποιήσει σωστικά το ευμέγεθες φωτογραφικό του αρχείο, στο οποίο διακρίνω σημαντικά στοιχεία προκειμένου να θεμελιωθεί μία ιστορική αφήγηση κυρίως για τη Σύμη της περιόδου 1912 – 1945.
2. Το Αρχείο Φιληράτου & Αντώνη Πάχου
Πρόκειται για ένα φωτογραφικό αρχείο που αριθμεί περί τα 400.000 τεκμήρια (κατά δήλωση του ιδίου) αρνητικά και φωτογραφίες. Πολλά από τα αρνητικά αυτά έχουν τη μορφή των γυάλινων πλακών. Αυτά εντάσσονται στις άμεσες προτεραιότητές μας για ψηφιοποίηση και διάσωση λόγω της ευπαθούς φύσης τους. Τα γυάλινα αρνητικά προέρχονται κατά κύριο λόγο από το αρχείο του πατέρα του κου Πάχου, Φιληράτου, ο οποίος ξεκίνησε να ασκεί το επάγγελμα του φωτογράφου το 1908, στη Σύμη, και ο οποίος ήταν αυτοδίδακτος. Μάλι­στα, είχε δημιουργήσει ένα υποτυπώδες φωτογραφικό studio, έτσι κατασκευα­σμένο ώστε να εκμεταλλεύεται το φυσικό φωτισμό, δεδομένης της αδυναμίας να εξασφαλιστεί τεχνητός. Ο κύριος όγκος των αρνητικών του έχει να κάνει με φωτογραφίες studio, δηλαδή «στημένες» και γι΄ αυτό πολύ σημαντικές. Αυτό διότι έτσι είναι πιο εύκολο να αποτυπωθούν οι αξίες κάθε είδους της συγκε­κριμένης κοινωνικής ομάδας στο συγκεκριμένο χώρο και στο συγκεκριμένο χρόνο.
Στο υλικό αυτό θησαυρίζονται εικόνες από το δομημένο και φυσικό περιβάλλον του νησιού, σκηνές από την καθημερινή ζωή αλλά και από εορτασμούς και κοινωνικές συγκεντρώσεις, πορτραίτα αλλά και δράσεις των Ιταλών στρατιωτών και αξιωματικών, εικόνες συγκοινωνιακών μέσων, και των συμιακών ταρσανάδων, επαγγελματιών, «ξεχωριστών» ατόμων της κοινότητας κ.λ.π.
Το αρχείο αυτό έχει τύχει της προσοχής των φορέων του νησιού αλλά και κάποιων από τους τοπικούς ερευνητές. Μάλιστα η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου, μαζί με την Εθνική Τράπεζα χρηματοδότησαν την έκδοση φω­τογραφικού λευκώματος με τίτλο: Η Ρόδος με τον φακό του Αντώνη Πάχου, με επιλογές φωτογραφικού υλικού από αυτό που δημιουργήθηκε μεταπολεμι­κά και αφορούσε τη Ρόδο.
3. Το θεωρητικό υπόβαθρο
Η έρευνά μου θα στηριχθεί σε διεπιστημονικό θεωρητικό υπόβαθρο, στοιχεία του οποίου παρατίθενται παρακάτω:
3.1 Ιστορία
Η ιστορική έρευνα που θα επιχειρηθεί βασίζεται, de facto, σε συγκεκριμένες παραδοχές τόσο για τον τρόπο λειτουργίας της Ιστορίας όσο και την ιδιοσυ­στασία της ως επιστήμη και την πορεία της στο χρόνο.
Αναλυτικότερα:
Θεωρούμε ότι η ιστορική αφήγηση θεμελιώνεται στη συλλογή πληροφοριών που έρχονται από το παρελθόν, σε πολλές μορφές, και των οποίων η ανάγνωση βασίζεται στη μεθοδική επεξεργασία τους. Το εύρος των πληροφοριών αυτών είναι πρακτικά άπειρο. Υπό αυτή την έννοια, η Ιστορία συνιστά μία καθολική επιστήμη που ερευνά, με συγκεκριμένο σκοπό, τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους κατά το παρελθόν.
Θεωρούμε, επίσης, ότι η ιστοριογραφία συνιστά μία επιλεκτική διαδικασία με βάση την οποία γίνεται προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί το παρελθόν, με όρους της συγχρονίας και της ατομικότητας τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη. Υπό την έννοια αυτή γίνεται κατανοητό ότι υφίσταται πολλαπλότητα ερμηνειών του ιστορικού υλικού. Από αυτό προκύπτει ότι η ιστορική γνώση είναι μία διαμεσολαβημένη γνώση.
Βέβαια, τέτοιου είδους προσεγγίσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν απόλυτο σχετικισμό αναφορικά με την ιστορική αλήθεια. Η παραδοχή της ιστορικής γνώσης ως διαμεσολαβημένης γνώσης, αίρει σε έναν βαθμό το αντικειμενικό της χαρακτήρα. Αυτό ωστόσο απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ότι η ιστορική καταγραφή συνιστά μία διαδικασία εξωτερίκευσης των ατομικοτήτων των ιστορικών και ότι αφίσταται απόλυτα από την προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας.
Η ιστορική επιστήμη συνιστά ένα ερευνητικό πεδίο όπου κυριαρχεί η διαρκής αναζήτηση, η συνεχής κριτική επαναξιολόγηση των πηγών, στα όρια που τίθενται από τις δυνατότητες της ανθρώπινης γνώσης γενικότερα αλλά και του κάθε ιστορικού ειδικότερα. Υπό το πρίσμα αυτό δεν είναι δυνατόν να οριστεί η ιστορική επιστήμη ως «…διαχρονική και απόλυτη κατοχή της αλήθειας».[1]
Η πολεμική που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των οπαδών της απόλυτης αντικειμενικότητας της Ιστορίας και των οπαδών του απόλυτου σχετικισμού των πορισμάτων της, οδηγεί σε αδιέξοδο και σίγουρα αδυνατεί να προωθήσει την ιδέα της ιστορικής σκέψης ως ενός συνόλου ερμηνευτικών προσεγγίσεων που μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση του παρελθόντος με απώτερο σκοπό την κατανόηση του σήμερα, δεδομένου ότι και αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστο και αδιερεύνητο.
Αυτό διότι η γνώση του παρελθόντος δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός για την ιστορική επιστήμη, δεδομένου του κοινωνικού – ανθρωπιστικού χαρακτήρα της. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ιστορία επιδιώκει να είναι σε θέση να εξετάζει κριτικά το παρόν, γνωρίζοντας τις διαδικασίες που το παρήγαγαν αλλά και να μπορεί να διατυπώνει εκτιμήσεις για το μέλλον, με βάση τα πορίσματά της.[2]
Η Ιστορία, πέραν των παραπάνω, έχει εξ αντικειμένου επισφαλείς γνωσιολογικές βάσεις, τόσο ώστε να πρέπει, κάθε φορά, να τεκμηριώνει την εγκυρότητά της.
Η προσπάθεια για το σκοπό αυτό θα πρέπει να στηρίζεται στη δόμηση επιχειρημάτων, με την ευρύτερη δυνατή δημιουργία σύνθετων και αλληλοδιαπλεκόμενων ερμηνειών και βεβαίως με την, εξ αρχής ρητή, δήλωση του ιστορικού με την οποία αναγνωρίζει ακριβώς το διαμεσολαβημένο χαρακτήρα του κειμένου του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιστορική αφήγηση είναι μια αυθαίρετη νοητική κατασκευή αλλά ένας λόγος που δομείται στη βάση συγκεκριμένης και επιχειρηματολογικά τεκμηριωμένης (στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό) γνώσης και αξιοποίησης των ιστορικών πηγών. Ο ιστορικός, επίσης, οφείλει να δείξει τη σκοπιμότητα της κάθε ερμηνευτικής του προσέγγισης αλλά και να πείσει για την πρόθεσή του για αντικειμενικότητα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση του κάθε φορά του «…κοινά παραδεκτού ιστορικού κανόνα».[3]
Κριτήριο εγκυρότητας είναι, επίσης, η χρήση ενός ιστορικού λόγου που αποκλείει στερεότυπα, στάσεις και ιδεολογήματα που συχνά υποβόσκουν στα ιστορικά κείμενα, όπως και η αποφυγή του παραδοσιακού «φρονηματιστικού» λόγου της Ιστορίας.[4]
Σημαντικό, όσο και παραδεκτό από όλες τις ιστορικές θεωρητικές προσεγγίσεις είναι και το να αποστασιοποιηθεί κατά το δυνατόν, ο ιστορικός από τις πηγές του σε όλα τα επίπεδα: συναισθηματικό, ιδεολογικό, πολιτικό κ.λ.π.
Σ’ αυτόν, το ιστορικό παρελθόν παρουσιάζεται σαν ένα σύνολο στοιχείων που είναι αποσπασματικά και έχουν αξιακό, ιδεολογικό και συναισθηματικό φορτίο, γεγονός που τα καθιστά στοιχεία πλήρη νοήματος και συμβολισμών. Στο σημείο αυτό καλείται ο ιστορικός να αποκωδικοποιήσει τα νοήματα και τους συμβολισμούς αυτούς ώστε να είναι σε θέση να διατυπώσει και να τεκμηριώσει το δικό του ερμηνευτικό σχήμα για την εξεταζόμενη περίοδο και τον εξεταζόμενο χώρο.
Η αποκωδικοποίηση αυτή «…επιτυγχάνεται με τη χρήση δύο αντιθετικών και συμπληρωματικών ταυτόχρονα ερμηνευτικών στρατηγικών:
Α. Αρνητική ερμηνευτική η οποία αποσκοπεί στη σημασιακή αποδόμηση, την ιδεολογική αποφόρτιση και την κριτική αξιολόγηση των πηγών
Β. Θετική ερμηνευτική που αποβλέπει στην απόσπαση του εγγενούς σε αυτές πληροφοριακού δυναμικού».[5]
Θεωρείται, ότι έτσι είναι δυνατόν να επιτευχθεί η αντικειμενικότητα της θέασης του ιστορικού. Ωστόσο, η αντικειμενικότητα αυτή δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ουδετερότητα, με την έννοια ότι η «…ιδεολογική ουδετερότητα είναι απίθανη και μάλιστα μη λειτουργική στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς οι σχέσεις ανισότητας αποκρύπτονται ή εξιδανικεύονται από την «κυρίαρχη μυθολογία».[6]
Η Κοινωνική Ιστορία συνιστά πλέον μία μεθοδολογία ερμηνευτικής προσέγγισης του παρελθόντος που εστιάζει στις ιστορίες των κοινωνιών και όχι στην ιστορία της κοινωνίας και αναζητά την κατανόηση των ιστορικών φαινομένων παρά τις αιτίες που τα δημιούργησαν.
Ο ντετερμινισμός που χαρακτήριζε την Κοινωνική Ιστορία των προηγούμενων δεκαετιών υποβαθμίστηκε από τη στροφή στην Πολιτισμική Ιστορία που χαρακτηρίζει την ιστοριογραφική παραγωγή των αρχών του 21ου αιώνα. Σήμερα, περισσότερο ερευνώνται θέματα που έχουν να κάνουν με τις ταυτότητες, τις ατομικότητες ή τις στάσεις συγκεκριμένων κοινωνικών συστημάτων (συνήθως μικρού εύρους). Σημαντικό, υπό αυτό το πρίσμα, είναι η ανάδειξη της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων (μουσική, χορός, γλώσσα, μνήμες, αφηγήσεις, δημόσια κανονιστικά κείμενα κ.λ.π.). Μέσα από την αποκάλυψή της ακολουθούνται τα ίχνη της ανθρώπινης ψυχής και σκέψης, των επιθυμιών ή των φόβων της εξεταζόμενης ομάδας κατά το παρελθόν.
Μία από τις σημαντικότερες πηγές της πολιτισμικής Ιστορίας είναι οι προσωπικές μαρτυρίες. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει ο ιστορικός να έχει επίγνωση της ιστορικής επισφάλειας που είναι σύμφυτη με αυτού του είδους το υλικό, δεδομένου ότι οι αφηγητές είναι άνθρωποι και περιορίζονται από αντικειμενικούς παράγοντες όπως:
Α)Οι προθέσεις τους είναι αδιευκρίνιστες
Β)Ως ανθρώπινα όντα έχουν ατελή μνήμη[7]
Γ)Η αφήγηση είναι κάθε φορά μία καινούρια προσέγγιση του παρελθόντος, δεδομένου ότι αυτό ανακαλείται από τη μνήμη με όρους του παρόντος χρόνου.
Τα παραπάνω δεν αίρουν την ιστορική αξία των προφορικών πηγών. Αν ήταν έτσι θα έπρεπε να υπάρχει και ο αντίστοιχος προβληματισμός για τα γραπτά κείμενα, δεδομένου ότι και αυτά είναι προϊόντα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και ερμηνεύονται κάθε φορά με όρους συγχρονίας. Και στις δύο περιπτώσεις η διασταύρωση με άλλες ελέγξιμες πηγές είναι απαραίτητη.
Εξάλλου, σημαντικό είναι αυτό που θυμούνται οι άνθρωποι από τα μεγάλα γεγονότα και όχι αυτό που κάποιοι ιστορικοί απέδειξαν πως έχει συμβεί, διότι έτσι αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αυτοί εσωτερίκευσαν ένα γεγονός, συχνά μυθοποιώντας το. Στον ιστορικό εναπόκειται να βρει τον τρόπο να αποκαλύψει τον μυθοποιητικό αυτό μηχανισμό και να βρει το λανθάνον νόημα της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Σε κάθε περίπτωση αυτά που μας αποκαλύπτουν οι πηγές δεν είναι τα γεγονότα του παρελθόντος αλλά τα γεγονότα όπως είναι καταγεγραμμένα σε αυτές. Είναι υποχρέωση του ιστορικού να έχει επίγνωση του γεγονότος αυτού αλλά και εντίμως να αποδέχεται ότι η ερμηνεία των πηγών του είναι προϊόν της υποκειμενικότητάς του, συμπεριλαμβανομένων των προθέσεων και της διαίσθησής του.
Ζώντας στην εξεικονισμένη μεταμοντέρνα εποχή, οι ιστορικοί είναι λογικό να προβληματίζονται για την ικανότητα του παραδοσιακού ιστορικού λόγου να εξασφαλίσει την κατανόηση του παρελθόντος. Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται να είναι μονόδρομος η στροφή προς άλλου είδους πηγές από τις παραδοσιακές για την Ιστορία. Τέτοιες εναλλακτικές πηγές μπορούν να είναι οι προσωπικές μαρτυρίες, οι προσωπικές και οικογενειακές φωτογραφίες κ.λ.π. Οι πηγές αυ­τές, ωστόσο, ήταν ούτως ή άλλως αποδεκτές από έναν αριθμό άλλων επιστη­μών όπως η Κοινωνική Ανθρωπολογία ή η Λαογραφία. Η αξιοποίηση, του­λάχιστον κατά ένα μέρος, κοινών ειδών πηγών και ενδεχομένως μεθοδολογίας, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι σηματοδοτεί μία διεπιστημονική σύγκλιση -υπό όρους- στην προσπάθεια για την ανασύσταση του παρελθόντος. Η αντίληψη αυτή δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την έρευνά μας.
Πέραν των παραπάνω, πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική παραγωγή θα παίξει η φωτογραφία και τα συναφή της όπως το έντυπο διαφη­μιστικό υλικό ή το σινεμά. Με τους τρόπους αυτούς, θεωρούμε ότι αποτυ­πώνεται η οργάνωση μιας κοινωνίας, οι σχέσεις και τα πρότυπα των αν­θρώπων, με τον ίδιο τρόπο που τα flow charts αποτυπώνουν την πορεία μιας επιχείρησης.[8] Η αξιοποίηση φωτογραφικού υλικού μπορεί να συμβάλει ση­μαντικά στην αποκρυπτογράφηση των ιστορικών δομών και της κοινωνικής ανθρωπογεωγραφίας ενός τόπου και σε κάθε περίπτωση να υποστηρίξει μια πιο ενδελεχή και τεκμηριωμένη ερμηνευτική διερεύνηση της Ιστορίας και του καθημερινού πολιτισμού.[9]
Η φωτογραφία και οι ερμηνείες της, ακόμα και το αν επιδέχονταν ερμηνεία, συνιστούσαν από εφευρέσεώς της (1839) πεδίο έντονου προβληματισμού.
Αρχικά, η φωτογραφία θεωρήθηκε πως αντιπροσωπεύει ένα απόλυτα αντικει­μενικό τρόπο αποτύπωσης της πραγματικότητας, σε αντίθεση με τη ζωγραφική (τη θέση της οποίας, κατά πολλούς υπέσκαπτε ή το ρόλο της οποίας θα κατα­λάμβανε) στην οποία εμφιλοχωρούσε η φαντασία του καλλιτέχνη κατά τη φάση της εικονιστικής αναπαράστασης.
Η αμφισβήτηση του συγκεκριμένου ρόλου της φωτογραφίας ξεκίνησε με τη διάθεση των πρώτων φωτογράφων, του Daguerre συμπεριλαμβανομένου, να αξιοποιήσουν το νέο μέσο δημιουργικά, με τη φωτογράφιση «στημένων» θε­μάτων, ενταγμένων στην προσπάθειά τους για καλλιτεχνική δημιουργία.
Έκτοτε, από πολλούς αμφισβητήθηκε ο αντικειμενικός χαρακτήρας της φωτο­γραφίας, στο πλαίσιο μίας διαδικασίας αναζήτησης των επικοινωνιακών δυνα­τοτήτων του μέσου αλλά και των πολυποίκιλων ερμηνειών που de facto το χα­ρακτηρίζουν.
Τη διαδικασία αυτή θα μπορούσε κανείς να την εντάξει στο συνολικό πνευμα­τικό παραγόμενο της περιόδου από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αντιστοιχισθεί η αντίληψη περί της απόλυτης αντικειμενικότητας της φωτογραφίας με την μηχανιστική, ορθολογι­στική, θετικιστική αντίληψη της Νευτωνικής Φυσικής, κατά την ίδια περίοδο. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς για την Ιστορία. Κυρίαρχη αντίληψη της εποχής ήταν ότι η Ιστορία είχε τη δυνατότητα να αναπαραστήσει τα γεγονότα του παρελθόντος «όπως ακριβώς έγιναν» (Leopold von Ranke), αλλά και η αντίληψη περί της δυνατότητας ολοκλήρωσης της πορείας προς την πρόοδο και την απελευθέρωση των ανθρώπων με τη χρήση των μηχανών. Το 1859 δημοσιεύεται η Εξέλιξη των ειδών του Δαρβίνου η οποία είναι ενταγμένη στο ίδιο θετικιστικό κλίμα και με τη σειρά της έρχεται να «αποδεί­ξει» ότι είναι δυνατή η ερμηνεία της εξέλιξης και των σταδίων της με βάση μία μηχανιστική αντίληψη των πραγμάτων.[10]
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η ιεροποίηση των μηχανών οδηγεί στην αντίλη­ψη πως, σε μεγάλο βαθμό, ό,τι μπορούσε να έχει επιτευχθεί, έχει σχεδόν επι­τευχθεί και οι αναζητήσεις πλέον για κάτι μεγαλύτερο ή σημαντικότερο είχαν «λογοτεχνικό» χαρακτήρα (Ιούλιος Βερν π.χ.). Ωστόσο, η εμφάνιση της Ψυχα­νάλυσης, των ιμπρεσιονιστών, η ανάδειξη άλλων πολιτισμών, διαφορετικών από τον «τελειωμένο» Δυτικό[11] αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα της νέας Φυσι­κής άρχισαν να θέτουν προβληματισμούς και να αμφισβητούν βεβαιότητες.
Σ' αυτό το κλίμα βρέθηκε και η φωτογραφία. Ο νέος της χαρακτήρας ουσιώνε­ται στο γεγονός ότι εμφανίζονται φωτογράφοι που ασχολούνται με την καλλι­τεχνική πλευρά της φωτογραφίας ή προσπαθούν να μεταδώσουν κοινωνι­κά μηνύματα μέσα από το έργο τους. Βεβαίως, υπό αυτές τις συνθήκες, ο χα­ρακτήρας του φωτογραφικού τεκμηρίου ως πιστής αναπαραγωγής της πραγ­ματικότητας και, παράλληλα, η υιοθέτηση της άποψης ότι είναι ένα πολιτισμι­κό, επικοινωνιακό (και άρα ερμηνεύσιμο) προϊόν σήμανε τη σημαντικότερη διαφοροποίηση αντιμετώπισης του φωτογραφικού τεκμηρίου, μέχρι τότε. Ωστόσο, την ίδια εποχή, συγκεκριμένες πολιτικές ατζέντες δεν δίστασαν να αξιοποιήσουν για τη ρητορική τους τον επιφανειακό και ως εκ τούτου προφα­νή «αντικειμενικό» χαρακτήρα του φωτογραφικού τεκμηρίου.[12]
Επιπλέον, με την επικράτηση του Φορντισμού στη βιομηχανική παραγωγή του δυτικού κόσμου, αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων και έτσι αναδεικνύεται η ανάγκη για εμπορική επικοινωνία και την ανάλογη χρή­ση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Σε αυτόν τον επικοινωνιακό διάλογο μεταξύ βιομηχανιών και καταναλωτών η εικόνα, και βέβαια η φωτογραφία, καταλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο. Ειδικότερα μετά την εμφάνιση της εκτυπωτικής μηχανής οffset.
Σήμερα έχει αναπτυχθεί ένας ιδιαίτερα εκτεταμένος διεπιστημονικός διάλογος σχετικά με τη φωτογραφία και ειδικότερα τους σκοπούς και τη λειτουργία της. Αυτό φαίνεται να οφείλεται στο γεγονός ότι ο μεταμοντέρνος κόσμος είναι κατά κύριο λόγο ένας κόσμος εξεικονισμένος σε όλα σχεδόν τα επίπεδα. Με τον τρόπο αυτό η εικόνα και ειδικότερα η φωτογραφία, αλλά και τα άλλα εικο­νιστικά μέσα, μετατρέπονται σε ισχυρότατους φορείς σημασιών. Με άλλα λόγια η επικοινωνία στη μεταμοντέρνα εποχή είναι κυρίως εικονιστική.
Αναφορικά με την ιστορική αξιοποίηση του φωτογραφικού τεκμηρίου, και δεδομένου του χαρακτήρα του κυρίου όγκου του αρχείου Πάχου θα πρέπει να επισημανθεί ότι ειδικότερα οι προσωπικές φωτογραφίες αποτελούν προνομιακό πηγιακό υλικό μια που ενσωματώνονται, κατά κάποιο τρόπο, στη ζωή εκείνων που αφορούν. Αυτό διότι μέσα από την προσωπική φωτογράφιση το άτομο εξωτερικεύει τον εαυτό όπως θα επιθυμούσε να είναι ή όπως θα επιθυμούσε να τον δουν οι άλλοι.[13] Ενδεχομένως από αυτό να εξαιρούνται τα παιδιά. Οι φωτογραφίες αυτές απεικονίζουν με τον τρόπο αυτό τη φαντασιακή ταυτότητα του ατόμου και αυτό το επιτυγχάνουν μέσω της πληθώρας των συμφραζομένων τους. Αυτός που προσεγγίζει αυτού του είδους το τεκμήριο θα πρέπει να μεταφράσει τα ιδιωτικά νοήματα που περικλείει με όρους που υπαγορεύει το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο του ατόμου που εικονίζεται, με σκοπό την ιστορική αξιοποίηση της εικόνας.
Η στροφή προς τις ιστορίες των κοινωνιών, γενικότερα η στροφή προς την ιστορία «από τα κάτω» ευνόησε την ανάδειξη του φωτογραφικού τεκμηρίου ως ιστορικής πηγής και παρά τις επιφυλάξεις σχετικά με την αξιοπιστία του.
Θεωρούμε, πως οι προσωπικές φωτογραφίες, είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν ως ιστορικές πηγές και για έναν παραπάνω λόγο: Είναι δυνατόν να αποτελέσουν έναυσμα για περαιτέρω έρευνα σε άλλους πηγιακούς τομείς, όπως γραπτά κείμενα, κειμήλια, μαρτυρίες, δημόσια κανονιστικά κείμενα. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό η ταυτοποίηση των τεκμηρίων και η αναζήτηση των πληροφοριών και των ατόμων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτό.
Εξάλλου, η ίδια η διαδικασία της φωτογράφισης αποτελεί μια ιστορική αφήγηση, η οποία σωρεύει πληθώρα δευτερευουσών ιστοριών που τέμνονται στη χρονική στιγμή του κλικ του φωτογράφου.
Αυτές οι ιστορίες μπορεί να συμπεριλαμ­βάνουν την οικονομική προσδοκία του φωτογράφου, τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, τα χόμπι του, ή και τη σωματική του υγεία. Μπορούν να συμπε­ριλαμβάνουν το ταξίδι των αναλωσίμων της φωτογράφισης από το εξωτερικό αλλά και το ταξίδι του φωτογράφου ή του εμπόρου τους για να τα προμηθευτεί. Μπορεί να κρύβεται η αγωνία του υποψήφιου υπερπόντιου γαμπρού για τη νύφη του προξενιού που φωτογραφίζεται και αποθέτει την εικονική νεότητά της στο επιμελές χέρι του φωτογράφου που θα κάνει το retouche κ.λ.π.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, για μας «... η ιστορική σκέψη προσεγγίζεται ως ένα σύστημα που ανιχνεύει ερ­μηνευτικά το παρελθόν, ψηλαφίζει τα σημάδια του, το αφουγκράζεται και το με­ταφράζει με όρους του σήμερα. Η ερμηνεία του παρελθόντος, από μόνη της χα­ρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη κλειστότητας και νοείται ως ένα αλληλεπι­δραστικό σύστημα επικοινωνίας που τροφοδοτείται από τη μια από τις μαρτυρί­ες των τεκμηρίων και από την άλλη τη συγχρονία των σκέψεων, των κινήτρων, των αντιλήψεων, των στάσεων κ.λ.π. του ιστορικού. Επιπλέον, νοείται ως δια­μεσολαβημένη γνώση και ως κειμενική κατασκευή».[14] Δεχόμαστε, δηλαδή ότι και το δικό μας έργο θα είναι μία θέαση ή ερμηνεία του παρελθόντος μίας συ­γκεκριμένης κοινότητας για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
3.1.1 Επικουρικό θεωρητικό / επιστημονικό πλαίσιο
3.1.1.1  Σημειολογία ή Σημειωτική
Με σκοπό την ανασύνθεση του παρελθόντος της κοινωνίας της Σύμης κατά το διάστημα 1908 – 1946 ώστε να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε, θα αξιοποιηθεί –όπως προαναφέρθηκε- το φωτογραφικό αρχείο Πάχου.
Η προσπάθειά μας θα επικεντρωθεί, κυρίως, στην ερμηνεία των φωτογραφι­κών ντοκουμέντων ως μέσων επικοινωνίας, εντός ενός συγκεκριμένου κοινω­νικού περιβάλλοντος με το οποίο αλληλεπιδρούν. Θα προσπαθήσουμε να ανα­δείξουμε τη σκοπιμότητα της φωτογραφικής πράξης σε αυτό το πλαίσιο, με απώτερο σκοπό την ανίχνευση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών της εποχής, σε όλα τα επίπεδα ή τουλάχιστον σε όσα επίπεδα είναι δυνατόν αυτά να αναδειχθούν.
Η Σημειολογία είναι η επιστήμη της επικοινωνίας. Αλλιώς, είναι η επιστήμη που αντικείμενό της είναι η ανάλυση των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι επικοινωνούν. Άρα θα καταφύγουμε και σε αυτήν προκειμένου να εντοπίσουμε τα επικοινωνιακά στοιχεία που θησαυρίζονται στο συγκεκριμένο υλικό ώστε στη συνέχεια να μπορέσουμε να τα εντάξουμε στο γενικότερο γίγνεσθαι της επο­χής και του τόπου.
Η εργασία μας αυτή θεμελιώνεται στην αντίληψη ότι η σημειωτική ανάλυση είναι ένα είδος «πολιτισμικού αποκωδικοποιητή», ο οποίος, κυρίως για τα φω­τογραφικά κείμενα, χρησιμοποιεί κώδικες, δηλαδή συστήματα συμβάσεων ή καλύτερα σύνολα πρακτικών που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να επικοινω­νούν.
Οι κώδικες είναι πολυσύνθετα σύνολα συνειρμών τα οποία εσωτερικεύουν όλα τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας. Είναι δε σημαντική η μελέτη τους, διότι αυτές οι λανθάνουσες νοητικές δομές επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μεταφράζουν και νοηματοδοτούν τα σημεία και τα σύμβολα που εντοπίζουν στα μέσα επικοινωνίας και στην καθημερινότητά τους.[15]. Ο ερευνη­τής είναι σημαντικό να λαμβάνει υπόψη του ότι οι κώδικες εφαρμόζονται στην ανάγνωση - νοηματοδότηση του κειμένου εντός του πλαισίου που ορίζεται από τις γενικότερες πολιτισμικές αναφορές του δέκτη: την ιδεολογία του, την ηθική του, τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, τις προτιμήσεις του, τα αξιακά του συστήματα κλπ.[16] Με άλλα λόγια, η ανάγνωση ενός φωτογραφικού τεκμη­ρίου, ο εντοπισμός -αυτόματος ή μη- των σημείων του, όπως είναι οι κινήσεις, οι στάσεις, οι εκφράσεις κ.λ.π. και η ένταξή τους σε κάποιο πολιτισμικό πλαί­σιο εξαρτάται από το πολιτισμικό υπόβαθρο του δέκτη – αναγνώστη, δηλαδή τις γνώσεις του, την αντιληπτικότητά του, τις αξίες του κ.λ.π. Αυτά βέβαια τα στοιχεία ανάγονται στην δική του εποχή, όπως προαναφέρθηκε, κάτι που σημαίνει ότι το χθες δια­βάζεται με βάση το σήμερα, γεγονός που από μόνο του μπορεί να καταστεί προβληματικό, αναφορικά με την εγκυρότητα της ανάγνωσης, αν ποτέ μπορεί να αξιολογηθεί η διαδικασία αυτή.
Η σημειωτική ανάλυση στο φωτογραφικό τεκμήριο, και ειδικότερα σε αυτό των στημένων φωτογραφιών, εστιάζει στις χειρονομίες, τις εκφράσεις του προσώπου, στις στάσεις του σώματος, δηλαδή σε όλα αυτά τα στοιχεία που συνιστούν τη μη λεκτική επικοινωνία ή με τον πιο κοινό όρο τη «Γλώσσα του Σώματος». Με βάση αυτά τα στοιχεία, η σημειωτική ανάλυση προσπαθεί να διερευνήσει την εσωτερική αλήθεια των εικονιζόμενων, τις αξίες τους, την προσωπικότητά τους κ.λ.π.[17] Τα πορίσματα μίας τέτοιας ερευνητικής ανάλυσης μπορούν να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό γίγνεσθαι με την προ­ϋπόθεση ύπαρξης κάποιων κοινών στοιχείων της ομάδας, όπως είναι ο χρόνος και ο χώρος.
Αυτό διότι τα πολιτισμικά φαινόμενα και τα παράγωγά τους δεν είναι απλά συμβάντα ή αντικείμενα αλλά συμβάντα ή αντικείμενα με νόημα, και ως εκ τούτου “σημεία”. Επιπλέον, δεν έχουν αυτόνομη ύπαρξη αλλά καθορίζονται από ένα δίκτυο σχέσεων.[18] Η αναζήτηση και ο εντοπισμός αυτών των σχέσεων και των σημείων που τις αναδεικνύουν αποτελούν τις έννοιες  - κλειδιά με τις οποίες θα γίνει ποιοτική σημειωτική ανάλυση. Με βάση αυτή την ανάλυση, η φωτογραφία ενός τραπεζιού έτοιμου για το μεσημεριανό γεύμα δεν είναι μια εικόνα που δείχνει μερικά πιάτα, μαχαιροπήρουνα ή πετσέτες αλλά ένα σύνο­λο ιδεών όπως, κοινωνική τάξη, διατροφικές συνήθειες, εθνικότητα κ.λ.π.
Στα ίδια φωτογραφικά ντοκουμέντα μπορούν να εντοπιστούν και διάφορα σύ­νολα συμβόλων που και αυτά με τη σειρά τους μπορούν να αξιοποιηθούν για την ερμηνεία τους και την αξιοποίησή τους ως ιστορικές πηγές. Θεωρείται ότι όταν πολλοί άνθρωποι ενταγμένοι σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα επικοινωνούν με τη χρήση συγκεκριμένων συμβόλων τότε δημιουργείται ένα ισχυρότερο σύστημα συμβολισμών το οποίο έχει τη δυνατότητα να λειτουργή­σει ισχυρότερα από ό,τι θα λειτουργούσε η συμβολική γλώσσα του κάθε ατόμου χωριστά.[19] Έτσι λοιπόν, η ερευνητική ανάδειξη αυτής της κοινοτικής συμβολικής γλώσσας, σε μία δεδομένη κοινότητα, σε δεδομένο χρόνο μπορεί να δείξει τα ειδικότερα συμφραζόμενα του πολιτισμικού και ιστορικού της παραγόμενου και να διευκολύνει την κατανόησή της.
Ο συμβολισμός αποκτά καίρια σημασία στη νοητική επεξεργασία της φωτο­γραφίας. Με τον όρο συμβολισμός, εδώ, εννοούμε την εσωτερική αναγωγή μιας ιδέας σε μια άλλη ιδέα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου συστήματος διαδικα­σιών υποκατάστασης που εκτελεί ο νους και οι οποίες αποτελούν αναπόσπα­στο μέρος της συλλογιστικής μας διαδικασίας.
Ειδικότερα η φωτογραφία προσφέρει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη συμβολισμών διότι έχει τη δυνατότητα να μην είναι ρητά προσδιορισμένη, αφού μπορεί να υπαινίσσεται (σε αντίθεση με το γραπτό λόγο) και να παρέχει την άνεση του χρόνου στο θεατή ώστε να γίνουν οι απαραίτητες νοητικές διεργασίες. Επιπλέον έχει τη δυνατότητα να αντλεί συμβολιστικό υλικό από τα εικαστικά συμβολιστικά στερεότυπα που μοιράζονται οι άνθρωποι της εποχής της.[20]
3.1.1.2  Κοινωνική Ψυχολογία
Προσπαθώντας να αντλήσουμε ιστορικό υλικό από το φωτογραφικό αρχείο του Α. Πάχου θα πρέπει να επικαλεστούμε και την Κοινωνική Ψυχολογία, μια ξεχωριστή επιστήμη με βάση τα πορίσματα της οποίας μπορούμε να προσεγγί­σουμε ερμηνευτικά το προς διερεύνηση υλικό.
Για παράδειγμα θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε μία από τις γνωστότερες θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, αυτή «των ρόλων» σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι τείνουν να αντιμετωπίζουν τους υπόλοιπους γύρω τους στη βάση της εντύπωσης που αυτοί προκαλούν, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή οι παρατηρούμενοι να μετατρέπονται σε μία ομάδα που «παίζει» μία παράσταση και οι παρατηρητές να μετατρέπονται σε κοινό.
Η ανθρώπινη συμπερι­φορά δραματικοποιείται/θεατρικοποιείται, υποστηρίζει ο Goffman, και το άτο­μο διαιρείται μεταφορικά σε δύο κομμάτια: στον «ηθοποιό» και στο «ρόλο». Έτσι ο εαυτός, η ταυτότητα δεν είναι παρά ένα δραματουργικό αποτέλεσμα που απορρέει / προκύπτει από τη σκηνή όπου παρουσιάζεται και το βασικό ζή­τημα είναι αν θα είναι αποδεκτός ή απορριπτέος.[21]
Ειδικότερα με τη φωτογραφία, και μάλιστα με τη «στημένη» φωτογραφία ενδυ­ναμώνεται το δραματουργικό αποτέλεσμα. Στις φωτογραφίες αυτές περικλείε­ται μία εσκεμμένη, ενδεχομένως μη συνειδητοποιημένη, παρουσίαση του εαυ­τού, που σκοπό έχει να αναπαραστήσει μία προκαθορισμένη ιδέα για το πως θέλει να φαίνεται ο φωτογραφιζόμενος, τη συγκεκριμένη στιγμή αλλά και στο απροσ­διόριστο  μέλλον.
Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι ενδυόμενοι ρόλους, παρουσιάζουν εικόνες του εαυτού που αναδεικνύουν ό,τι θεωρείται αξία, τη συγκεκριμένη στιγμή, στο συγκεκριμένο χώρο, για το συγκεκριμένο άτομο.
Αυτές οι αξίες ωστόσο δια­μορφώνονται μέσα από τη λειτουργία των δομών του οικείου περιβάλλοντος αλλά και συνδιαμορφώνονται από το άτομο. Με τον τρόπο αυτό, μάλιστα, συ­γκροτούνται και οι φαντασιακές ταυτότητες ατόμων και μελών της ομάδας. Η διαδικασία αυτή είναι δυναμική και επηρεάζεται από χαοτικό αριθμό και ποιότητες παραγόντων. Η ανάδειξη κάποιων από αυτούς τους παράγοντες αλλά και των σχέσεων αιτιότητας που τους διέπουν εντός του ιστορικού γίγνε­σθαι, είναι κάτι που, συνακόλουθα, μπορεί να υλοποιηθεί μέσα από την ανάλυση των φωτογραφικών κειμένων – τεκμηρίων, πάντα με τον σκοπό της κατανόησης του κοινωνικού γίγνεσθαι του εξεταζόμενου χώρου και χρόνου.
Σχετικά η Λιζ Ουέλς αναφέρει: «Οι οπτικές αναπαραστάσεις συμβάλλουν στην κατασκευή και την επιβεβαίωση της αίσθησης της ταυτότητάς μας», ενώ ο Τζον Ταγκ: «Το πορτραίτο είναι το σημείο που έχει διττό σκοπό: την περιγραφή του ατόμου και την περιγραφή της κοινωνικής του ταυτότητας».
Όπως προαναφέρθηκε, ένα από τα σημαινόμενα του φωτογραφικού τεκμηρίου είναι και η κοινωνική τάξη ή αλλιώς η κοινωνική ταυτότητα ή κατ' άλλους η φαντασιακή ταυτότητα του υποκειμένου της φωτογράφισης. Για το λόγο αυτό, και όχι μόνον εξαιτίας αυτού, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κάθε φωτογρα­φικό τεκμήριο αυτού του είδους εμπεριέχει ένα σύνολο συναισθημάτων, είναι δηλαδή φορτισμένο συναισθηματικά και πολυδιάστατα ανάλογα με το δη­μιουργό του, το υποκείμενο της φωτογράφισης αλλά και το σύνολο των θεα­τών του. Όμως, σύμφωνα με τον Κέμπερ, τα συναισθήματα προέρχο­νται κυρίως από τις κοινωνικές σχέσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από  τις διαστάσεις της κοινωνικής θέσης και δύναμης. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κοινωνικές δομές διαμορφώνονται από τη διανομή των κοινωνικών πόρων που διαμορφώνουν   την κοινωνική θέση και ισχύ. Έτσι οι κοινωνικές δομές και το συναίσθημα αλ­ληλεπιδρούν.[22] Έχοντας αυτό υπόψη, μπορούμε να αναζητήσουμε τα ίχνη των κοινωνικών δομών και λειτουργιών στις προσωπικές εκφράσεις των φωτογραφιζόμενων και να τα συσχετίσουμε με το σύνολο των πληροφοριών που θα προκύψουν μετά από την ταυτοποίηση των εικονιζόμενων στο αρχείο Πάχου και τη σχετική έρευνα που θα ακολουθήσει.
Επιπλέον, η ασυνείδητη διαδικασία επεξεργασίας της πληροφορίας που ανα­φέρεται στο συναίσθημα μπορεί να αναδείξει συγκεκριμένες κανονικότητες και δομές οι οποίες εν καιρώ διαμορφώνουν συνεπή, και για το λόγο αυτό πλήρη νοήματος, πρότυπα συμπεριφοράς.[23].
Παράλληλα, σημαντικό στοιχείο συνιστούν οι εκφράσεις του προσώπου ως αντανακλαστικές συγκεκριμένων συναισθημάτων. Η σύνδεση των δύο γίνεται με τη διαπίστωση πως οι εκ­φράσεις αυτές χαρακτηρίζονται πρέπουσες ή μη -αλλιώς κοινωνικά αναμε­νόμενες ή μη- και συνιστούν βασική παράμετρο για ένα άτομο προκειμένου να εισπράξει την κοινωνική επιβράβευση και έτσι να γίνει κοινωνικά αποδε­κτό.[24]
Μία άλλη κεντρική έννοια της κοινωνικής θεωρίας είναι αυτή του «σχήματος», δηλαδή ενός συνόλου από συναφείς και σχετιζόμενες πεποιθήσεις που αξιο­ποιούνται από το άτομο προκειμένου να εσωτερικεύσει πληροφορίες από τον περιβάλλοντα κοινωνικό του κόσμο. Θεωρείται μάλιστα ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, και ειδικότερα στην αυτοματοποιημένη συμπεριφορά, η αιτιο­λόγηση, η λήψη αποφάσεων και η ανάληψη δράσης είναι, πέρα από κάθε αμ­φιβολία, βασισμένες στα υιοθετημένα «σχήματα» περισσότερο από ό,τι στην ακατέργαστη πληροφορία και την αντίληψη.[25]
Με βάση τη διαπίστωση αυτή, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι τα συναισθή­ματα, ως απόρροια κάποιου εξωτερικού ερεθίσματος, αντικατοπτρίζουν την ανταπόκριση του ατόμου απέναντι στα χαρακτηριστικά ενός συμβάντος αλλά, περισσότερο από αυτό, στα ενεργοποιηθέντα «σχήματα».[26] Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό ότι τα φωτογραφικά τεκμήρια και στο βαθμό που αποτυ­πώνουν συναισθήματα, είναι δυνατόν να παρέχουν ενδείξεις για τα κυρίαρχα «σχήματα» της Σύμης του μεσοπολέμου, βοηθώντας μας να πετύχουμε μίαν ακριβέστερη αναπαράσταση της συγκεκριμένης κοινότητας κατά την εξετα­ζόμενη χρονική περίοδο.
Μιλώντας για το ρόλο των συναισθημάτων που αποτυπώνονται στο φωτογρα­φικό τεκμήριο και το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν στην ιστορική ανα­παράσταση, θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να παραληφθεί εδώ, η σχετική θέση του Ελίας[27], κεντρική άποψη της θεωρίας του οποίου είναι: «....ότι η προ­σπάθεια για κοινωνικό έλεγχο μέσω νορμών και συναισθημάτων, είναι σφιχτά διασυνδεδεμένη με την αναπαραγωγή και τις κοινωνικές νόρμες». Σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε συνεκτική κοινωνική ομάδα μπορεί να χαρακτηριστεί από την προσπάθειά της για κοινωνική θέση, δύναμη, κύρος, κοινωνική επιτυ­χία και εκτίμηση. Αυτή η άμιλλα μπορεί να οδηγήσει σε άγχος για πιθανές απώλειες κοινωνικών πόρων. Το άγχος αυτό οδηγεί τα άτομα στην ένταξή τους σε μία κοινωνική ομάδα έτσι ώστε να είναι σε θέση να παρατηρούν διαρκώς τις συμπεριφορές άλλων ατόμων με σκοπό να προσδιορίσουν τη θέση του καθενός στην κοινωνική ιεράρχηση και σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Η γνώση της θέσης των άλλων προκαλεί δυναμικές που αναπτύσσονται με απώτερο σκοπό τη διατήρηση ή τη βελτίωση της θέσης του στο ίδιο σύστημα. Κρίσιμος παράγοντας για την κοινωνική θέση  είναι η θέλησή του καθενός να είναι συμβατός με τις επι­κρατέστερες νόρμες, δεδομένου ότι η αποκλίνουσα συμπεριφορά ενδέχεται να «τιμωρηθεί» με τη μείωση έως και τον μηδενισμό των κοινωνικών πόρων. Η απώλεια αυτή με τη σειρά της οδηγεί σε αρνητικά συναισθήματα όπως είναι ο φόβος, η ντροπή, ή η θλίψη. Και η απώλεια των κοινωνικών πόρων και οι εκ­φράσεις των αρνητικών συναισθημάτων μπορεί ξανά να έχουν, αναδραστικά, συναισθηματικές επιπτώσεις για το αποκλίνον άτομο: Κατά τον Ελίας, τα συναισθήματα που κυρίως διακατέχουν αυτόν που υπερβαίνει τα όρια που θέτει ο κοινωνικός έλεγχος είναι ντροπή και αμηχανία.
Με βάση τα παραπάνω, θεωρούμε ότι είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στο υπό εξέταση φωτογραφικό αρχείο, τα στοιχεία αυτά που εντάσσονται στο σύνολο των κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών. Σημαντικό ρόλο θα διαδραμα­τίσει το συναισθηματικό φορτίο του κάθε τεκμηρίου.Με σκοπό την πληρέστερη δυνατή κατανόηση των φωτογραφικών τεκμηρίων θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα πορίσματα των ερευνών των Tomkins και James, σύμφωνα με τους οποίους οι άνθρωποι εξωτερικεύουν συγκεκρι­μένα συναισθήματα με συγκεκριμένους τρόπους (στάσεις του σώματος, εκφώνη­ση φωνητικών μηνυμάτων, εκφράσεις του προσώπου). Η θεωρία τους «Facial Feedback Hypothesis» επισημαίνει ότι κατά την αντίστροφη διαδικασία μπο­ρούν να προκληθούν αντίστοιχα συναισθήματα αν το υποκείμενο έχει τις αντί­στοιχες προσωπικές εκφράσεις ή παραγάγει τα αντίστοιχα φωνητικά μηνύματα.[28] Οι θέσεις και των δύο ερευνητών έχουν επαληθευτεί πειραματικά και θεωρού­με ότι μπορούν να αξιοποιηθούν για την ερμηνεία του «δραματοποιημένου» φωτογραφικού υλικού, που παρήχθη στο studio της οικογενείας Πάχου.
Έτσι δίδεται μια επιπλέον διάσταση στην ερμηνευτική προ­σέγγιση των τεκμηρίων, εντός του εν λόγω πλαισίου. Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, θα πρέπει να υποβοηθηθεί και από άλλες πηγές όπως είναι, κυρίως, τα αρχεία της Δημογεροντίας της Σύμης και οι προσωπικές συνεντεύξεις, που θα ακολουθήσουν την ταυτοποίηση των τεκμηρίων.
3.1.1.3  Γνωστική Ψυχολογία
Θεωρούμε ότι ένα σημαντικό μέρος της εργασίας μας θα πρέπει να αφιερωθεί στην επιστήμη της Γνωστικής Ψυχολογίας και κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την οπτική αντίληψη, τη νοηματοδότηση και τη μνήμη.
Αντικείμενο της Γνωστικής Ψυχολογίας είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρω­πος επικοινωνεί με το περιβάλλον του ή καλύτερα διαχειρίζεται τα παρεχόμε­να από το περιβάλλον του ερεθίσματα και ακολούθως τα νοηματοδοτεί και τα απομνημονεύει ή τα ανακτά από τη μνήμη του. Αυτή ακριβώς η διαδικασία δί­νει το δικό της περιεχόμενο στην ερμηνεία των φωτογραφικών κειμένων. Πλέον, γνωρίζουμε ότι οι διαδικασίες, αντίληψης, επεξεργασίας και νοηματο­δότησης του συνόλου των ερεθισμάτων του εξωτερικού κόσμου (άρα και των οπτικών) εσωτερικεύονται με διαφο­ρετικό τρόπο από κάθε άνθρωπο και σε κάθε στιγμή.
3.1.1.3α  Μνήμη
Σε επίπεδο ατομικής μνήμης, και προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το υλικό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχει μη συνειδη­τή μνήμη η οποία μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά μας ουσιαστικά, χωρίς να έχουμε συνειδητή επίγνωση είτε των συγκεκριμένων εμπειριών που ανακα­λούνται είτε του ότι οι μνήμες αυτές επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας. Σύμφωνα με αυτό λοιπόν, η εκδήλωση των συμπεριφορών αυτών είναι δυνα­τόν να οδηγήσει στην αναζήτηση του αιτίου τους, το οποίο είναι φορτισμένο με μία ιστορική δυναμική και, παράλληλα, δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμο, ως ασυνείδητη εμπειρία, με τους παραδοσιακούς τρόπους ιστορικής έρευνας.
Θεωρούμε ότι είναι σαφές πως η μνήμη έχει να κάνει με την ερμηνεία των πραγμάτων και όχι με κάποιου είδους αντικειμενική αναπαράσταση γεγονότων του παρελθόντος, όπως προαναφέρθηκε. Αυτό διότι η πληροφορία για να εσωτερικευθεί ώστε εν συ­νεχεία να είναι σε θέση να ανακτηθεί, απαιτεί, τουλάχιστον σε συνειδητό επί­πεδο, την ενεργοποίηση όλου το πολύπλοκου μηχανισμού της νοηματοδότη­σης, ο οποίος χαρακτηρίζεται από έντονη υποκειμενικότητα.
Η υποκειμενικότητα αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ερμηνεία που πηγάζει από τη μνήμη είναι σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης της ατομι­κής ταυτότητας, της υποκειμενικής αίσθησης που έχει κάποιος για την κα­τάστασή του, γα τη συνέχεια και τον χαρακτήρα του.[29] Με άλλα λόγια η μνή­μη είναι μία πολύπλοκη διαδικασία στην οποία εμπλέκονται και συναισθημα­τικές λειτουργίες και επιλεκτικές νοηματοδοτήσεις.
Η συλλογική μνήμη έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με την ατομική. Η διαφοροποίηση αυτή έχει δομικά χαρακτηριστικά και για το λόγο αυτό η αξιοποίησή της από τον ερευνητή θα πρέπει να έχει διαφορετικό χαρακτήρα.
Η συλλογική μνήμη στις παλαιότερες κοινωνίες μεταβιβάζονταν με χειρονομί­ες, έμμετρες αφηγήσεις, μύθους και τελετουργικούς χορούς, τρόπους που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε, συνολικά, «προφορική παράδοση». Χαρα­κτηριστικό, ωστόσο, της προφορικής παράδοσης είναι ότι είναι ευπρόσβλητη από τα «λάθη» και τη λήθη.[30]
Διερευνώντας τα χαρακτηριστικά της συλλογικής μνήμης αναφαίνεται η σχέση  που εμπλέκει το δημόσιο λόγο και μια πιο ιδιωτικοποιημένη αίσθηση του παρελθόντος που δημιουργείται εντός της  κουλτούρας που έχει βιωθεί από τα άτομα. Με βάση τη σχέση αυτή σημειώνεται ότι οι προσωπικές μνήμες δεν είναι εύκολο να διαχωριστούν από τη συλλογική, όπως αυτή καταγράφεται από την επίσημη Ιστορία. Μάλιστα, ο κυρίαρχος ιστορικός λόγος φαίνεται να εξασφαλίζει τους ακριβείς όρους με τους οποίους τα άτομα αντιλαμβάνονται την προσωπική τους ιστορία.[31]
4. Περιγραφή του project
Η προσπάθεια συνίσταται σε έργο δύο παράλληλων κατευθύνσεων. Η μία κα­τεύθυνση αφορά τη θεωρητική τεκμηρίωση των θέσεων και ενδεχομένως τη διατύπωση νέων προτάσεων σχετικά με το θέμα της διαπραγμάτευσης, κάτι για το οποίο είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι θα προκύψει. Η άλλη είναι εστια­σμένη στον ερευνητικό τομέα και σχετίζεται άμεσα με το φωτογραφικό αρχείο του Αντωνίου Φ. Πάχου και τη Σύμη ή άλλου εναλλακτικού που θα αναζητη­θεί.
Αναλυτικότερα:
4.1 Θεωρητικό μέρος
Σκοπός μας είναι να διεξαγάγουμε εξαντλητική βιβλιογραφική έρευνα σχετικά με το υπό διαπραγμάτευση θέμα. Μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας που ήδη έχει εντοπιστεί εμφανίζεται στον κατάλογο που βρίσκεται στο τέλος του κειμένου αυτού. Ενδελεχής έρευνα θα γίνει και στο διαδίκτυο, μέσω εξειδικευμένων δυ­νατοτήτων που παρέχει η μηχανή αναζήτησης Google και Scholar.Google. Σημαντικό βάρος θα δοθεί στο αντικείμενο της μη λεκτι­κής επικοινωνίας, δεδομένου ότι το κυρίως φωτογραφικό υλικό της έρευνας αφορά φωτογραφίες studio, στις οποίες οι άνθρωποι, όπως προαναφέρθηκε, «ενδύονται» ρόλους, προσπαθώντας να επικοινωνήσουν εξωλεκτικά. Πιστεύ­ουμε ότι μέσα από τη θεωρητική επεξεργασία του θέματος θα αναδειχθούν νέες ιδέες για την αντίληψη των φωτογραφικών τεκμηρίων και του διαδραστι­κού τους ρόλου σε σχέση με το κοινωνικό τους περιβάλλον και τη χρήση τους ως ιστορικών πηγών.
Η πορεία της θεωρητικής εργασίας θα είναι παράλληλη και συμπληρωματική με αυτήν της έρευνας.
4.2 Έρευνα:
Βασική της προϋπόθεση ή καλύτερα αρχή της είναι ο έλεγχος του συνόλου του υλικού του αρχείου Πάχου που αφορά τη Σύμη της περιόδου 1912 – 1945. Από τον έλεγχο αυτό θα προκύψουν, επιλεκτικά, τα τεκμήρια τα οποία θεωρούμε ότι θα αντι­προσωπεύουν τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του αρχείου και τα οποία υπο­λογίζουμε ότι δεν θα ξεπερνούν τις δέκα χιλιάδες (10.000). Ήδη, έχει ψηφιο­ποιηθεί ένας αριθμός περίπου 6.000 τεκμηρίων, χωρίς καμία επιλεκτική διαδι­κασία.
 Σε συνεργασία με το Δήμο Σύμης, θα ακολουθήσει έρευνα επιτόπου προκει­μένου να  επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός ταυτοποίησης των εικο­νιζόμενων, ώστε, σε συνδυασμό με προφορικές μαρτυρίες συγγενών τους,  ή των ιδίων, να μπορεί να είναι πληρέστερη η ερμηνεία του κάθε τεκμηρίου. Οι προφορικές μαρτυρίες θα συλλεγούν και θα καταγραφούν με τη μέθοδο των οργανωμένων συνεντεύξεων, με τη βοήθεια του Δήμου Σύμης και του οικείου Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών.
Θα αναζητηθούν επίσης φωτογραφικά τεκμήρια από οικογένειες, πάλι με τη βοήθεια των παραπάνω, δειγματοληπτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη χωρική τους διάταξη στις γειτονιές της Σύμης κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, δεδο­μένου ότι είναι γνωστό πως αυτές διαφοροποιούνταν και ταξικά. Έτσι, το αρ­χείο αυτό θα μπορεί να είναι σταθμισμένο και αποκαλυπτικό των ενδεχόμενων διαφορών εντός του συγκεκριμένου κοινωνικού χώρου, κατά τον  συγκεκρι­μένο χρόνο.
Στη διάθεσή μας βρίσκεται και το Αρχείο της Δημογεροντίας της Σύμης, το οποίο επεξεργάστηκε σωστικά το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Οι εγγραφές του θα υποστηρίξουν την ερμηνευτική προσπάθεια των τεκμηρίων, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.
Παράλληλα, με τις υπόλοιπες εργασίες θα γίνεται η προσπάθεια ταξινόμησης, αρχειοθέτησης και ψηφιοποίησης του αρχείου Πάχου, στο σύνολό του. Θα γίνει προσπάθεια να προσεγγιστούν φορείς που έχουν τεκμηριωμένη εμπειρία στην τήρηση φωτογραφικών αρχείων προκειμένου να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος αρχειοθέτησης (Μουσείο Μπενάκη, Βουλή των Ελλήνων, Εθνικό, Λαογραφι­κό  και Ιστορικό Αρχείο κ.λ.π.), πάντα με τη συνδρομή του Δήμου Σύμης και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου.
Εναλλακτικά, και εφόσον εξωγενείς παράγοντες εμποδίσουν την εξέλιξη της έρευνας, θα στραφού­με σε ένα εναλλακτικό σχέδιο έρευνας για την επίτευξη του ίδιου σκοπού.
Το εναλλακτικό αυτό σχέδιο προβλέπει τη συλλογή και ψηφιοποίηση οικογε­νειακών και προσωπικών φωτογραφιών από οικογένειες του Δήμου Σύμης και εναλλακτικά/συμπληρωματικά του Δήμου Πεταλούδων, από διαφορετικά δη­μοτικά διαμερίσματα, στη βάση σταθμισμένης επιλογής, και από μία συγκε­κριμένη περίοδο (1900 - 1950) για τη δημιουργία ενός  φωτογραφικού αρχείου - βάσης προς επεξεργασία. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε το Αρχείο της Δημογεροντίας της Σύμης, μόνο για το τμήμα της έρευνας που θα αφορά τη Σύμη. Για το Δήμο Πεταλούδων δεν υφίσταται αντίστοιχο αρχείο, εκτός αν εντοπιστεί κάτι ανάλογο από την εποχή της Ιταλο­κρατίας.
Και σε αυτή την περίπτωση θα γίνει επιλεκτική διαχείριση των τεκμηρίων. Επίσης θα διενεργηθούν συνεντεύξεις ανάλογες με αυτές που θα γίνουν στη Σύμη. Επιπλέον, η παράλληλη έρευνα σε δύο διαφορετικές κοινότητες (Σύμη και Δήμος Πεταλούδων) θα μπορούσε να αναδείξει και ενδεχόμενες σχέσεις ομοιότητας ή διαφοράς ανάμεσα σε δύο ειδών κοινότητες με εντελώς διαφορετικά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, κατά την ίδια περίο­δο.
5. Σκοπός
Ο τελικός σκοπός είναι να φωτιστεί και να κατανοηθεί η κοινωνία της Σύμης, σε επίπεδο πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό κ.λ.π. Να διαφανούν οι σχέσεις της τοπικής κοινωνίας με τους κατακτητές, αλλά και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτής και του ευρύτερου πολιτισμικού, πολιτικοοικονομικού και εν τέλει ιστορικού γίγνεσθαι. Να φωτιστούν επίσης, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κοινωνίας, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, αναφορικά με τις προσδοκίες, τους φόβους, τις προκαταλήψεις και τις στάσεις / αξίες κ.λ.π. των μελών της.
Για το λόγο αυτό θα δοθεί έμφαση σε τομείς όπως ταξικές διαφορές, δημόσια υγεία, οικονομικά στοιχεία και χαρακτηριστικά, κοινωνική οργάνωση, εθνική συνείδηση, τοπικοί ήρωες, σχέσεις με Ιταλούς κατακτητές και το Φασιστικό Κόμμα, σχέσεις με το ελληνικό κράτος, τοπική αρχιτεκτονική, τεχνολογία, κοινωνική χωροταξία, παιδεία, αισθητικά πρότυπα, σχέσεις με το εξωτερικό, μετανάστευση, σχέσεις με Οθωμανική Αυτοκρατορία/Τουρκία, συγκοινωνίες, εμπορικές σχέσεις, ιδιόλεκτος κ.λ.π.
Επίσης, σκοπός είναι να δειχθεί το αν, κατά ποιο τρόπο και κατά πόσον η χρήση των φωτογραφικών τεκμηρίων, μπορεί να υποβοηθήσει την ιστορική αναπαράσταση και να ανατροφοδοτήσει τη μνήμη τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο.
6. Τεχνικά στοιχεία της έρευνας
Για την υλοποίηση του έργου, απαιτείται ηλεκτρονικός εξοπλισμός, όπως πε­ριγράφεται παρακάτω, και διατίθεται από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δω­δεκανήσου:
Σαρωτής διαφανειών για αρνητικά και θετικά διαστάσεων μέχρι 20Χ30εκ. για τα αρνητικά και super Α3 για τα θετικά. Οπτική ανάλυση >6.000 dpi
Ηλεκτρονικός υπολογιστής, με επεξεργαστή Intel Dual core, RAM >8Gb
Μέσα αποθήκευσης: συστοιχία σκληρών εξωτερικών δίσκων 2Χ10Χ1Τb
Λογισμικό, Windows XP SP2, Corel Graphics Suite
Οι βασικές εγγραφές θα αποθηκεύονται σε αντίγραφα ασφαλείας (back up) αυτομάτως, με τη χρήση ειδικού λογισμικού.
Με τη ψηφιοποίηση θα δημιουργηθούν ψηφιακά αντίγραφα του υλικού, πρα­κτικά άφθαρτα. Το υλικό θα είναι συγκεντρωμένο και ασφαλές στο σταθμό ερ­γασίας.
Ο κύριος ηλεκτρονικός υπολογιστής θα είναι απομονωμένος από το διαδίκτυο για λόγους ασφαλείας (προστασία του υλικού από κακόβουλο λογισμικό). Η ανάκτηση υλικού θα προστατεύεται με τη χρήση κωδικών πρόσβασης, ωστόσο η εμφάνισή του θα είναι ελεύθερη.
Τα φωτογραφικά αρχεία (τα master copies) θα αποθηκευτούν στον μορφότυπο TIFF (Tagged Image File Format) διότι αυτού του είδους αρχεία είναι ασυμπίεστα εξασφαλίζοντας την καλύτερη δυνατή πιστότητα – ποιότητα ει­κόνας υψηλής ανάλυσης. Μειονέκτημα, είναι ο μεγάλος όγκος των αρχείων του είδους αυτού. Το μειονέκτημα αυτό ωστόσο ξεπερνιέται με τη χρήση μεγάλης χωρητικότητας αποθηκευτικών μέσων (20Τb).
Τα τεκμήρια θα ανακτώνται στον μορφότυπο JPEG (Joint Photographic Experts Group) ο οποίος συμπιέζεται και οι απαιτήσεις του σε όγκο του απο­θηκευτικού μέσου είναι πολύ περισσότερο περιορισμένες.
7. Δράσεις - συνεργασίες
Θα γίνει προσπάθεια να βρεθεί τρόπος να δημιουργηθεί ειδική ιστοσελίδα μέσω της οποίας θα μπορούν να προσεγγιστούν οι Συμαίοι της διασποράς ώστε να συμβάλουν στα αιτούμενα της έρευνας. Απαραίτητη, κυρίως λόγω κόστους, και εδώ η συνεισφορά κάποιου φορέα, ο οποίος δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Ενδέχεται και αυτή τη δαπάνη να την αναλάβει ο Δήμος Σύμης ή η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου.
Εξετάζουμε τη δυνατότητα συνεισφοράς του ψηφιοποιημένου αρχείου στο έργο IST-1999-20882 COLLATE (Συνεργαστήριο για τον σχολιασμό, την ευρε­τηρίαση και την ανάκτηση ψηφιοποιημένου υλικού ιστορικών αρχείων), μέσω κάποιου μεγαλύτερου φορέα, από το υπό σύσταση Μουσείο Νεώτερης Δω­δεκανησιακής Ιστορίας.
Πρόκειται για την προσπάθεια ανάρτησης στον παγκόσμιο ιστό αρχείων ιστο­ρικού και πολιτιστικού χαρακτήρα για χρήση από ερευνητές αλλά και άλλους τελικούς χρήστες (URL: http://www.collate.de/).
Όπως προαναφέρθηκε, θα επιδιωχθεί η συνεργασία με φορείς κύρους οι οποίοι διαχειρίζονται φωτογραφικό υλικό και διατηρούν φωτογραφικά αρχεία, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Συνεργασία επίσης θα υπάρξει και με το Πανεπιστήμιο Κρήτης το οποίο διαχειρίστηκε σωστικά το Αρχείο της Δημογεροντίας της Σύμης.
Επίμετρο
Πιστεύω ότι η προσπάθειά μας αυτή θα έχει να προσθέσει κάτι στον τομέα της ιστορικής έρευνας και ειδικότερα της αξιοποίησης των φωτογραφικών τεκμη­ρίων, όπως και να βοηθήσει στην κατανόηση της κοινωνίας της Σύμης κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Δύο από τους σημαντικότερους παράγοντες για αυτό είναι αφενός το γε­γονός ότι για μένα αυτός ο τομέας έρευνας είναι ιδιαίτερα ελκυστικός και δυ­ναμικός αφετέρου το ότι θεωρώ δεδομένη τη δημιουργική υποστήριξη που θα έχω από τον επιβλέποντα καθηγητή μου κο Γιώργο Κόκκινο.
Για τους παραπάνω λόγους σας ζητώ να μου αναθέσετε την εκπόνηση διδα­κτορικής διατριβής με θέμα:
«Το φωτογραφικό τεκμήριο ως ιστορική πηγή για την κοινωνική και πολιτισμική Ιστορία:
Η κοινωνία της Σύμης κατά την περίοδο 1908 – 1946, μέσα από το φωτογραφικό αρχείο των  Φι­ληράτου & Αντωνίου Πάχου»
                                                                                     
Με τιμή,
Δημήτρης Σ. Κυπριώτης
Ενδεικτική, αρχική βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
1.  Αγραφιώτης Δημοσθένης, Αποτυπώματα, υφαρπαγές για τη φωτογραφία, εκδ. Μωρεσόπουλος, Αθήνα 1988
2.  Αναστασιάδης Γιώργος, Χεκίμογλου Ευάγγελος, Το πρόσωπο της μνήμης, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998
3.Βαϊνά Μαρία, Θεωρητικό πλαίσιο διδακτικής της Τοπικής Ιστορίας για τον εικοστό πρώτο αιώνα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997
4.  Βασιλάτου, Η Ιστορία με το φακό των φωτογράφων
5. Γεωργογιάννης Παντελής, Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997
6. Γκοφ Ζακ (Λε), Νορά Πιέρ, Το έργο της Ιστορίας, Α΄τ., εκδ. Ράππα, Αθήνα 1975
7. Δημάκη-Λαμπίρη Ιωάννα, Κοινωνιολογία και Ιστορία, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα
8. Δημητρίου Σωτήρης, Κοτσώνη-Δημητρίου Σίβυλλα, Ανθρωπολογία και Ιστορία, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1996
9. Έκο Ουμπέρτο, Θεωρία σημειωτικής, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994
10. Έκο Ουμπέρτο, Η Σημειολογία στην καθημερινή ζωή, εκδ. Σταμούλης πρα­κτορεύσεις, Αθήνα
11. Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην τεχνική της επιστημονικής ιστορικής εργασίας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993
12. Κοκκινάκη Φλώρα, Κοινωνική Ψυχολογία, Εισαγωγή στη μελέτη της κοι­νωνικής συμπεριφοράς, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2005
13. Κόκκινος Γιώργος, Διδακτικές προσεγγίσεις στο μάθημα της Ιστορίας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 1998
14. Κόκκινος Γιώργος, Από την Ιστορία στις Ιστορίες, Προσεγγίσεις στην ιστορία της Ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της Ιστορίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998
15. Κόκκινος Γιώργος, Επιστήμη, Ιδεολογία, Ταυτότητα, Το μάθημα της Ιστορίας στον αστερισμό της υπερεθνικότητας και της παγκοσμιοποίησης, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2003
16. Κούρτοβικ Δημοσθένης, Τετέλεσται, εκδ. Opera, Αθήνα 1996
17. Λαμπρίδης Ευθύμιος, Στερεότυπο, προκατάληψη, κοινωνική ταυτότητα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2004
18. Λειβάνα Γιαννίτσιου, Ελληνική βιβλιογραφία για τη φωτογραφία
19. Λίνχαρντ Τζ., Κοινωνική Ανθρωπολογία, εκδ. Gutenberg Πανεπιστημιακά, Αθήνα
20. Μαντόγλου Άννα, Μνήμες ατομικές, συλλογικές, ιστορικές, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005
21. Μπαλάφας Κώστας, Διαλέξεις για τη φωτογραφία, εκδ. Ακαδημίας Δη­μιουργικής Φωτογραφίας, Αθήνα
22. Μπαρτ Ρολάν, Ο φωτεινός θάλαμος, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983
23. Μωραΐτης Μάκης, Η φωτογραφική πράξη, εκδ. Καθρέφτης, Αθήνα 2003
24. Ξανθάκης Άλκης, Ιστορία της φωτογραφικής αισθητικής, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1999
25. Ουέϊνραϊτ Γκόρντον, Η γλώσσα του σώματος με τη μέθοδο της αυτοδιδασκαλίας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1985
26. Παπαστάμου Στάμος, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1989
27. Παπαστάμου Στάμος, Δυναμική των κοινωνικών αναπαραστάσεων, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1996
28. Ριβέλλης Πλάτων, Κείμενα για τη φωτογραφία, εκδ. Φωτοχώρος, Αθήνα 2006
29. Ριβέλλης Πλάτων, 50 φωτογραφίες – 50 κείμενα, εκδ. Φωτοχώρος, Αθήνα 2006
30. Ρούσσης Κώστας, Ανωνύμων ταυτότητες, εκδ. Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2008
31. Σκοπελίτης Β. Στέλιος, Σημειώσεις ενός έλληνα φωτογράφου για τη φωτο­γραφία, εκδ. Άγρα – Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2002
32. Σοπενάουερ Άρθουρ, Ο άνθρωπος και η Κοινωνία, εκδ. Ζουμπουλάκης, Αθήνα
33. Συλλογικό, Post Doc, εκδ. Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, Θεσσα­λονίκη 2006
34. Συλλογικό, Μη λεκτική επικοινωνία, Σύγχρονες θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις στην Ελλάδα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002
35. Συλλογικό, Ιστορική Κοινωνιολογία, Όραμα και Μέθοδος, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 1999
36. Τσιρπανλής Ζαχαρίας, Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912 – 1943, εκδ. Γραφείου Μεσαιωνικής Πόλης του Δήμου Ροδίων, Ρόδος 1998
37.Τσιώλης Γιώργος, Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις, Η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2006
38. Barthes Roland, Εικόνα – Μουσική – Κείμενο, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2007
39. Braudel Fernand, Μελέτες για την Ιστορία, εκδ. Μνήμων, Αθήνα 1987
40. Burke Peter, Αυτοψία, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2003
41. Burke Peter, Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία, εκδ. Νήσος, Αθήνα
42. Cannadine David (επιμ.), Τι είναι ιστορία σήμερα;, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2007
43.Chartier Roger, La Capra Dominick, Hayden White, Διανοητική Ιστορία, όψεις μιας σύγχρονης συζήτησης, εκδ. Ε.Μ.Ν.Ε. Μνήμων, Αθήνα 1996
44. Doise Willem, Η εξήγηση στην κοινωνική ψυχολογία, εκδ. Ελληνικά Γράμ­ματα, Αθήνα 2005
45. Eco Umberto, Διασημειωτική μετάφραση & μετάφραση και σημειολογία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007
46. Farze Arlette, Η γεύση του αρχείου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2004
47. Flusser Vilem, Προς μία φιλοσοφία της φωτογραφίας, εκδ. University Stu­dio Press, 1998
48. Freund Giselle, Φωτογραφία και κοινωνία, εκδ. Φωτό, Αθήνα 1996
49. Gookin Dan, Ψηφιακή σάρωση και φωτογραφία, εκδ. Κλειδάριθμος, Αθή­να 2001
50. Hewstone M., Stroebe W., Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, εκδ. Πα­παζήσης, Αθήνα 2007
51. Hobsbawm Eric, Για την Ιστορία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1997
52. Husbands Chris, Τι σημαίνει διδασκαλία της Ιστορίας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2000
53. Levi Strauss Claude, Φυλή και Ιστορία, Φυλή και Πολιτισμός, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2002
54. Mishler Elliot, Συνέντευξη έρευνας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996
57. Noiriel Gerard, Τι είναι η σύγχρονη Ιστορία;, εκδ. Guteneberg, Αθήνα 2005
58. Pease Alan, Η γλώσσα του σώματος, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 1991
59. Samaran Charles (διεύθυνση), Ιστορία και οι μέθοδοί της, τ. Β΄ Μεθοδική αναζήτηση των μαρτυριών, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1998
60. Samaran Charles (διεύθυνση), Ιστορία και οι μέθοδοί της, τ. Δ΄ Οι μαρτυρίες και η κριτική τους αξιολόγηση, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001
61. Samaran Charles (διεύθυνση), Ιστορία και οι μέθοδοί της, τ. Γ΄ Διατήρηση και παρουσίαση των μαρτυριών, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987
62. Sapsford, Still, Miell, Stevens, Η Θεωρία στην Κοινωνική Ψυχολογία, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2006
63. Smith Philip, Πολιτισμική θεωρία, μία εισαγωγή, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2006
64. Sontag Susan, Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων, εκδ. Scripta, Αθήνα 2003
65. Stine R.L., Οι καταραμένες φωτογραφίες, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1995
66. Tisseron Serge, Τα πλεονεκτήματα των εικόνων, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 2008
67. Wells Liz, Εισαγωγή στη φωτογραφία, εκδ. Πλέθρον εικαστικά, Αθήνα 2007
Ξενόγλωσση
1. Barrett Terry, Critisizing photographs, ed. McGraw-Hill Education – Europe, 1999
2. Barthes Roland, Mythologies, ed. Vintage, 1993
3. Barthes Roland, Elements of Semiology, ed. Atlantic Books, 1997
4. Barthes Roland, The Semiotic Challenge, ed. University Presses of Califor­nia, Columbia and Princeton, 1994
5. Batchen Geoffrey, Each Wild Idea, Writing, Photography, History, ed. MIT Press Ltd, 2001
6. Benjamin Walter, Illuminations, ed. Vintage, 1999
7.Berger Arthur, Signs in contemporary culture: An introduction to semiotics,   Salem, WI: Sheffield 1998
8. Berger John, About looking, ed. Bloomsbury Publishing PLC, N/A yet
9. Berger John, The selected essays of John Berger, ed. ed. Bloomsbury Pub­lishing PLC, 2001
10. Brennan James, History and systems of Psychology, Pearson Education (US), 2002
11. Brothers Caroline, War and photography, εκδ. Taylor & Francis Ltd, 1996
12. Brunet Francoise, Photography and literature, ed. Reaktion Books, 2008
13. Burgin Victor, In different spaces, ed. University Presses of California, Columbia and Princeton, 1996
14. Carter Rita, Mapping the mind, ed. University of California Press, Berkley & Los Angeles 1999
15. Cass Deborah, Writing your family history, ed. The Crowood Press Ltd., 2004
16. Chipchase Nick, Taunton revisited in old photographs, ed. The History Press Ltd., 1998
17. Clarke Graham, The photograph: a visual and cultural history, ed. Ox­ford University Press, 1997
18. Crary Jonathan, Suspensions of perception, ed. MIT Press Ltd, 2001
19. Crary Jonathan, Techniques of the observer, ed. MIT Press Ltd, 1992
20. Edwards Elizabeth, Raw Histories, ed. Berg Publishers, 2001
21. Edwards Steven, Photography, ed. Oxford University Press, 2006
22. Evans Jessica, Visual culture: The reader, ed. Jessica Evans & Stuart Hall, 1999
23. Eysenck Michael, Keane Mark, Cognitive Psychology, A student’s handbook, ed. Psychology Press (Taylor & Francis Group), Hove and New York 2005
24. Goffman E., The Presentation of Self in Everyday Life, London: Penguin, 1959
25. Goffman E., “Role Distance” in Encounters: Two Studies in the Soci­ology of Interaction, Indianapolis: Bobbs-Merril, 1961
26. Goffman E., Stigma, Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice Hall, 1963
27. Goffman E., Interaction Ritual, New York: Pantheon, 1967
28. Goffman E., Frame Analysis, an essay on the organization of experience, New York: Harper and Row, 1974
29. Greene Alan, Primitive photography, a guide to making cameras, lenses, and calotypes, ed. Focal press, USA 2002
30. Hall Stuart, Representation: Cultural Representations and Signifying Practices, ed. SAGE publications Ltd, 1997
31. Hirsch Marianne, Family frames: photography, narrative and post­memory, ed. Harvard University Press, 1997
32. Jones David, Elcock Jonathan, History and Theories of Psychology, ed. Hodder Education, 2001
33. Knowles Caroline, Sweetman David,, Picturing the social landscape, ed. Taylor & Francis Ltd, 2004
34. Levi Strauss David, Between the eyes, ed. Aperture, 2005
35. Mitchell W.J., The reconfigured eye, ed. MIT Press Ltd, 1994
36. Orvell Miles, American Photography, ed.Oxford University Press, Oxford 2003
37. Proser Jon, Image - based research, ed. Taylor & Francis Ltd, 1998
38. Scott Clive, The spoken image, ed. Reaktion Books, 1999
39. Sontag Susan, On photography, ed. Penguin, London 1977
40. Sturken Marita, Practices of looking, ed. Oxford University Press, 2000
41. Szarkowski John, The photographer’s eye, ed. Museum of Modern Art, 2007
42. Van Leeuwen Theo, The handbook of visual analysis, ed. Sage Publica­tions Ltd, 2000
43. Van Leeuwen Theo, Social Semiotics, ed. Taylor & Francis Ltd, 2004
44. Warner Mary Marien, Photography and its critics, ed. Cambridge Uni­versity Press, 1997
45. Warner Mary Marien, Photography: a cultural history, ed. Pearson Edocation (US), 2006
46. Wells Liz, Photography, ed. Taylor & Francis Ltd, 2004
47. Wells Liz, The photography reader, ed. Routledge, Oxon 2003
48. Wilfried Baatz, Photography, ed. Laurence King Publishing, 1999
49. Woodal Joanna, Portraiture: Facing the Subject (Critical Introductions to Art), ed. Manchester University Press, 1997
50.Συλλογικό, Photogrpahy and philosophy, ed. John Wiley & Sons Ltd, 2008
51. Συλλογικό, The meaning of photography, ed. Sterling and Francine Clark Art Institute, Massachusetts 2005
52. Συλλογικό, Representation and photography, ed. Palgrave Macmillan, 2000
53. Συλλογικό, Photography theory, ed.  Taylor & Francis Ltd, 2007
54. Συλλογικό, Applied Social Psychology, ed. Blackwell Publishers, 2003
55. Συλλογικό, Images of Memory, ed. Prentice Hall (a Pearson Education company), 1991




[1] Κόκκινος, Από την Ιστορία στις Ιστορίες (1998) σελ. 54
[2] ό.π. σελ 36
[3] ό.π σελ. 57,58
[4] ό.π. σελ 62
[5] ό.π. σελ. 44,45
[6] ό.π. σελ. 55
[7] Hobsbawm: «Πιστεύω ότι δεν θα κάνουμε ικανοποιητική χρήση της προφορικής Ιστορίας αν δεν ανακαλύψουμε τι πάει στραβά με την μνήμη, το ίδιο επακριβώς όπως γνωρίζουμε τι μπορεί να πηγαίνει στραβά στην αντιγραφή ενός χειρογράφου με το χέρι». 252
[8]    Staley David J., Is a picture really worth a 1,000 words?, στο http://www3.interscience.wiley.com/journal/118753297/abstract
[9]    Αναστασιάδης Γιώργος, Η φωτογένεια της πόλης, http://www.makthes.gr/index.php?name=News&file=article&sid=23408
[10]  Andrea De’Rome, Reading the visual,  http://www.aafp.org/fpr/990700fr/mc 10220.html
[11]  Γεγονός στο οποίο συνετέλεσε τα μέγιστα η ίδια η τεχνολογική εξέλιξη (ατμοκίνητα, μεταλλικά πλοία π.χ.)
[12]  Soutter Lucy, Dial “P” for panties: Narrative photography in the 1990's, http://findarticles.com/p/articles/mi_m2479/is_4_27/ai_59877385?tag=rbxcra.2.a.3
[13] Wells (2007) σελ. 123
[14]  Γατσωτής Παναγιώτης, Νέες επιστημολογικές και ιστοριογραφικές θεωρήσεις στο χώρο της Ιστορίας και η  εφαρμογή τους στη διδακτική πράξη στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ιστορία των ιστορικών και σχολική Ιστορία: μία προσπάθεια σύγκλισης, Διδακτορική Διατριβή στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2005 στο http://www.rhodes.aegean.gr/ptde/revmata/issue1/17Gatsotis_OK.pdf
[15]  Berger, Arthur Asa., Signs in contemporary culture: An introduction to semiotics στο http://www.uk.sagepub.com/upm-data/5171_Berger_Final_Pages_Chapter_1.pdf
[16]  ό.π.
[17]  ό.π.
[18]  ό.π.
[19]  Staley David J., Is a picture really worth a 1,000 words?, στο http://www3.interscience.wiley.com/journal/118753297/abstract
[20]  Ο συμβολισμός στη φωτογραφία, http://photo.xronos.org/?p=27
[21]  Goffman (1959): The Presentation of Self in Everyday Life
[22]  Scheve Christian von, Luede Rolf von, Emotion and Social Structures: Towards an Interdisciplinary Approach, στο http://www3.interscience.wiley.com/journal/118644891/
[23]  ό.π.
[24]  ό.π.
[25]  ό.π.
[26]  ό.π.
[27]  ό.π.
[28]  William F. Flack, Jr., Peripheral feedback effects of facial expressions, bodily postures, and vocal expressions on emotional feelings, στο  http://www.informaworld.com/smpp/content~db=all?content=10.1080/02699930500359617
[29]  Πετσίνη Πηνελόπη, Ανακατασκευάζοντας τη μνήμη: Τα οικογενειακά πορτραίτα του Περικλή Αλκίδη στο http://www.photokythera.com/downloads/Petsini%202003.pdf
[30]  Staley David J., Is a picture really worth a 1,000 words?, στο http://www3.interscience.wiley.com/journal/118753297/abstract
[31]  Berger, Arthur Asa., Signs in contemporary culture: An introduction to semiotics στο http://www.uk.sagepub.com/upm-data/5171_Berger_Final_Pages_Chapter_1.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου