25/11/11

Βασικά θεωρητικά για την Προφορική Ιστορία

Χαρακτηριστικά της προφορικής Ιστορίας
Ο όρος «προφορική ιστορία» είναι δυνατόν να οδηγήσει σε σύγχυση και να θεωρηθεί ως ένα είδος Ιστορίας ανάλογο με άλλες «ιστορίες», όπως η στρατιωτική, η οικονομική κ.λ.π. Η αλήθεια είναι ότι η προφορική ιστορία είναι μία μέθοδος παραγωγής ιστορίας, ή καλύτερα μία μέθοδος άντλησης πρωτογενούς υλικού για την Ιστορία, αλλά και για το σύνολο των επιστημών του ανθρώπου και της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, δεν είναι απλά η μη γραπτή ιστορία, αλλά μία ανθρωποκεντρική μεθοδολογία ανάδειξης  αναπαραστάσεων του παρελθόντος.
Η επικράτηση των γραπτών πηγών οφείλεται στην μηχανιστική, αντίληψη πως το γραπτό μνημείο συνιστά αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος κατ΄ αντιστοιχία με το ότι ένα αρχαιολογικό εύρημα συνιστά αναπαράσταση, έστω μερική, ενός αρχαίου πολιτισμού.[1] Επιπλέον, μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η διαδικασία της γραπτής αποτύπωσης των αναφορών για τα σύγχρονα γεγονότα ή για τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος οφειλόταν στην ανάγκη του αφηγητή να διασφαλίσει ή/και διαιωνίσει το λόγο του. Αυτό διότι η προφορική παράδοση ποτέ δεν θα μπορούσε να διασώσει ακριβώς τις μαρτυρίες, αλλά στην πορεία του χρόνου θα διανθιζόταν από προσθήκες μεταγενέστερων αφηγητών, οι οποίες θα διαμορφώνονταν και από τις δικές τους υποκειμενικότητες.
Από τα τέλη του 19ου αι. υπήρξε η τεχνική υποδομή (τα τεχνικά μέσα καταγραφής της φωνής) για να διασφαλιστεί η διάσωση της μαρτυρίας. Έτσι, μόνον από τότε μπορούμε να μιλάμε για αμιγώς προφορικές μαρτυρίες. Ωστόσο, η Προφορική Ιστορία γνώρισε πραγματική άνθιση κατά τη δεκαετία του 1970, αρχικά στις Η.Π.Α. και λίγο μετά στον υπόλοιπο αγγλοσαξονικό κόσμο.[2]
Η διασφάλιση των προφορικών μαρτυριών με τη χρήση των σχετικών τεχνολογιών που αναπτύχθηκαν επανέφερε το θέμα της αξιοπιστίας των προφορικών μαρτυριών ως ιστορικών πηγών. Με τη δυνατότητα μαγνητοφώνησης, η προφορική μαρτυρία απόκτησε χαρακτηριστικά εγκυρότητας, αντίστοιχα με αυτά των γραπτών κειμένων.
Αποδείχθηκε ότι οι προφορικές μαρτυρίες είναι ιστορικές πηγές τόσο αξιόπιστες όσο και κάθε άλλη ιστορική πηγή[3],[4] και απαιτούν, ως τέτοιες, επίπονη τεκμηριωτική επεξεργασία. Μάλιστα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι περισσότερο αξιόπιστες, δεδομένου ότι ο φορέας τους είναι γνωστός, σε αντίθεση με πολλά γραπτά κείμενα ή άλλες πηγές που δεν έχουν ξεκάθαρη προέλευση. Με το να είναι γνωστός ο μάρτυρας είναι δυνατόν να εντοπιστούν τα συμπαραδηλωτικά στοιχεία της αφήγησης και ιδιαίτερα εκείνα τα σημεία της τα οποία μαρτυρούν για το παρελθόν με έμμεσο τρόπο.
Είναι βέβαιο πως από τις  απαρχές τήρησης γραπτών αρχείων, η εκάστοτε εξουσία είχε άμεση πρόσβαση στον μηχανισμό της σύνταξης και τήρησής τους, δεδομένου ότι τα μέσα και η σχετική γνώση δεν ήταν ευρέως διαθέσιμα, όπως και τα απαραίτητα για τη διασφάλισή τους. Ως εκ τούτου, είναι βέβαιο πως τα γραπτά αρχεία, τουλάχιστον παλαιότερων εποχών, αντανακλούν την άποψη της άρχουσας τάξης ή και των ισχυρών - νικητών. Για το λόγο αυτό είναι αναμενόμενο τέτοιου είδους ιστορικές αφηγήσεις να δικαιώνουν τις επιλογές και τις πρακτικές τους, μια που θέσει, στη συγχρονία τους, διαμόρφωσαν την κυρίαρχη άποψη η οποία μεταβιβάστηκε στο παρόν ως «ιστορική αλήθεια»[5]. Αυτού του είδους η αλήθεια μπορεί να αποκαλυφθεί από τις προφορικές μαρτυρίες, όπως απέδειξε η Elizabeth Roberts μέσω συνεντεύξεων που έκανε σε εργατικές οικογένειες μιας περιοχής της Αγγλίας, οι οποίες ανέδειξαν το ότι είχαν παρερμηνευτεί ή αγνοηθεί τελείως πολλοί παράγοντες σε επίσημους στατιστικούς πίνακες για το βιοτικό επίπεδο στην περιοχή αυτή, οδηγώντας σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Λαμβάνοντας υπόψη την κυρίαρχη οπτική, η ιστορία που παράγεται έτσι τείνει προς την προβολή της αυταρέσκειας και την αναπαραγωγή του κοινοτικού μύθου όπως αυτός διαμορφώθηκε από τους ισχυρούς[6]. Είναι αρκετά γνωστές οι λαθροχειρίες των μοναχών αντιγραφέων των αρχαίων κειμένων, σύμφωνα με όσα φρονούσαν ότι επέτασσε το θρησκευτικό τους φρόνημα.
Τέλος, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ασφαλώς, και σύμφωνα με τα παραπάνω, ότι οι πληροφορίες που τα αρχεία αυτά περιέχουν είναι σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, αναμενόμενες, ανάλογα με τον συντάκτη και τον μετέπειτα διαχειριστή τους. Ειδικότερα για την εποχή μας, κατά την οποία υπάρχει έντονη αμφισβήτηση για την αντικειμενικότητα των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας, είναι φυσικό να αμφισβητείται και η αντικειμενικότητα των γραπτών τεκμηρίων και έτσι να εξισώνονται, σε επίπεδο αξιοπιστίας, με τα προφορικά[7].
Αντίθετα, οι προφορικές μαρτυρίες μπορούν να δώσουν φωνή σε ομάδες ιστορικά παραγκωνισμένες, όπως είναι οι ηττημένοι ή οι εκπρόσωποι των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι μαρτυρίες αυτές θεωρούνται περισσότερο ανεπιτήδευτες και ανιδιοτελείς σε σχέση με τις «επίσημες» μαρτυρίες, και για το λόγο αυτό, σε μεγάλο βαθμό, απρόβλεπτες. Αυτό τις καθιστά περισσότερο αξιόπιστες, εάν βεβαίως προσεγγιστούν ερμηνευτικά με μεγάλη προσοχή και με επιστράτευση πολλών γνωστικών δεξιοτήτων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Προφορική Ιστορία με το να δίνει φωνή και αναγνώριση στους αποκλεισμένους από την «επίσημη Ιστορία» μάρτυρες, συντελεί στο να εκδημοκρατιστεί η ιστορική έρευνα και τα πορίσματά της. Όπως είναι αναμενόμενο, ο εκδημοκρατισμός αυτός είναι άμεσα συνυφασμένος με τη μεγέθυνση της δυσκολίας παραγωγής Ιστορίας και ιστορικής γνώσης, διότι, περισσότερο από αλλού, αυτόματα εμπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία το πολυσήμαντο και πολύπλοκο σύστημα της ανθρώπινης ατομικότητας.
Η δημοκρατική ανάδειξη της υποκειμενικότητας ως ιστορικής αξίας, αναδεικνύει την πολιτική σκοπιμότητα στη συγγραφή Ιστορίας[8], με την έννοια ότι αποδεικνύει πως τα κοινωνικά συστήματα είναι τόσο πολύπλοκα όσο οι υποκειμενικότητες που τα απαρτίζουν και πως με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να ερμηνευθούν, τόσο τα ίδια όσο και τα φαινόμενα της κοινωνικής αλλαγής, καθώς και οι σχέσεις μεταξύ τους.
Αυτό συμβαίνει διότι, μέσα από την υποκειμενικότητα της  προφορικής μαρτυρίας μπορούν να αναφανούν τα μοναδικά ταυτοτικά φαντασιακά χαρακτηριστικά του αφηγητή και να λειτουργήσουν ως φίλτρο επεξεργασίας του ανεπεξέργαστου λόγου από τον ερευνητή. Κατ’ αυτή την έννοια, το υλικό της προφορικής μαρτυρίας συνιστά μια εξαιρετικά πλούσια πηγή πληροφόρησης για το παρελθόν.
Ο πλούτος αυτός, ωστόσο, αποτελεί και τη μεγάλη δυσκολία της «μετάφρασης» του προφορικού λόγου, επειδή συνεπάγεται μεγάλο συμβολικό, νοηματικό και σημειωτικό βάθος, η προσέγγιση του οποίου είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και η οποία απαιτεί μεγάλο εύρος γνώσεων, δυνατότητα αποστασιοποίησης από τον εαυτό και δυνατότητα διεπιστημονικής και ταυτόχρονα ισορροπημένης επεξεργασίας του υλικού.
Η ερμηνευτική προσέγγιση της προφορικής μαρτυρίας, με σκοπό την άντληση πληροφοριών για την κατανόηση του παρελθόντος, είναι άμεσα συνυφασμένη με τη δυνατότητα της αναγνώρισης της υποκειμενικότητας του αφηγητή, από τον ερευνητή. Η δυνατότητα της αξιοποίησης του υλικού εξαρτάται από τη δυνατότητα του ερευνητή να «ερμηνεύσει», κατ’ αρχάς, τον ίδιο τον αφηγητή. Εντός της υποκειμενικότητας αυτής θα πρέπει να αναγνωριστούν τα κομβικά σημεία της ζωής του, οι κρίσιμες και καθοριστικές επιλογές του, τα κίνητρα για τις επιλογές αυτές, οι μεταβολές των στάσεων και των ιδεολογιών του στη διάρκεια του βίου, όλα αυτά δηλαδή που συνθέτουν την ίδια τη ζωή του και σχηματίζουν τον «χάρτη» του βίου του. Η αφήγηση, ερμηνευτικά, περιορίζεται στα όρια που αυτός ο «χάρτης» θέτει. Χωρίς αυτόν οι πληροφορίες από τη αφήγηση θα είναι «ψευδείς» με την έννοια της έλλειψης δυνατότητας να προσεγγιστεί, όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, το παρελθόν. Το παρελθόν δεν είναι δυνατόν να ανακατασκευαστεί ως ολότητα και απόλυτα αντικειμενικά. Είναι βέβαιο πώς οποιαδήποτε μαρτυρία για το παρελθόν (πρόσφατο ή μη) θα είναι αποσπασματική και φιλτραρισμένη από τη σύγχρονη ταυτότητα του αφηγητή. Η αφήγηση αυτή δεν είναι παρά μια σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, «...φορτισμένη με συμβολική σημασία»[9]. Ο συμβολισμός αυτός εκπορεύεται από την ιδιότητα του αφηγητή ως μέλους ενός κοινωνικού οργανισμού δεδομένου του κοινωνικού χαρακτήρα της ύπαρξης του ανθρώπου. Το άτομο συνδιαμορφώνει και διαμορφώνεται από κοινωνικούς κανόνες που θεσπίζονται σε κάθε κοινωνική ομάδα. Οι κανόνες αυτοί μπορούν να έχουν τη μορφή ιδεολογιών, ηθικών αξιών, προτύπων συμπεριφοράς κ.λ.π. Στη διαμόρφωσή τους σημαντικότατο ρόλο παίζει η συνολική λειτουργία της ομάδας, που περιλαμβάνει και τις αποδεκτές στρατηγικές επιβίωσής της σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες του τόπου, του χρόνου και ενδεχομένων άλλων συνθηκών.
Το άτομο, κατά τη φάση της κοινωνικοποίησης, αλλά και πριν, αναγνωρίζει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συνόλου στο οποίο βρέθηκε να ζει, και αναζητά για τον εαυτό του την ένταξη μέσα από την υιοθέτηση του προτύπου που το ίδιο θεωρεί αποδεκτό. Εντάσσεται στην κοινωνική ιεραρχία με όρους κληρονομικούς ή άλλους, ανάλογα με το ισχύον κάθε φορά σύστημα, συμμετέχει στη διαδικασία της κοινωνικής κινητικότητας ή ακόμα επιλέγει να μην ενταχθεί και να τεθεί στο περιθώριο ή να αναζητήσει μία άλλη ομάδα στην οποία θεωρεί ότι θα ήταν ευκολότερα ή καλύτερα αποδεκτό. Στην ομάδα στην οποία εντάσσεται αναλαμβάνει κοινωνικό ρόλο, σύμφωνα με τον οποίο ενδύεται αποδεκτές πρακτικές ανάλογα με την κοινωνική του θέση, την ηλικία ή την οικονομική του κατάσταση ή άλλες κοινωνικές παραμέτρους, και αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
Με τις προφορικές μαρτυρίες είναι δυνατόν να προσεγγιστούν τόσο οι «στάσεις» του υποκειμένου, όσο και οι «αξίες» του κοινωνικού συστήματος αναφοράς, και συνακόλουθα οι διεργασίες της αλλαγής σε αυτό. Εμβαθύνοντας στην ερμηνεία της προφορικής μαρτυρίας ο ερευνητής, κατ’ αυτή την έννοια, επιχειρεί την κατανόηση του παρελθόντος και μπορεί να διατυπώσει αρκετά ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το εξεταζόμενο κοινωνικό σύστημα και τους μηχανισμούς που διέπουν τη λειτουργία του.
Με την προφορική μαρτυρία αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται οι «στάσεις». Η θέση του ατόμου στο κοινωνικό του σύνολο, η ιδεολογία του, η αντιμετώπιση του «άλλου» μέλους της κοινότητας, θεμελιώνεται στη βάση των κρίσιμων αποφάσεων που χρειάστηκε να λάβει στη διάρκεια του βίου και οι οποίες είναι ενταγμένες σε μία υπόρρητη στρατηγική επιβίωσης και κοινωνικής ανέλιξης. Η στρατηγική αυτή, δεδομένου ότι εμπνέεται και διαμορφώνεται από το άτομο, με βάση την ιδιότητά του ως μέλους ενός ευρύτερου κοινωνικού συστήματος, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο συντελείται η κοινωνική αλλαγή. Διότι, η κοινωνική αλλαγή οφείλεται στη διαφοροποίηση της στρατηγικής του ατόμου, δεδομένου ότι οι κρίσιμες αποφάσεις του φιλτραρίστηκαν από τις αξίες της κοινότητάς του, τις οποίες είτε αναπαρήγαγε είτε αναδιαμόρφωσε ή προσπάθησε να αναδιαμορφώσει, στην προσπάθειά του να επιτύχει την επιβίωση ή την κοινωνική του ανέλιξη. Το σύνολο των αποφάσεων του ατόμου, η στρατηγική[10] που ανέπτυξε, δηλαδή, κατά τη διάρκεια του βίου, διαμορφώνει την προσωπική του ιστορία αλλά και την πορεία της κοινότητάς του στο χρόνο.
Οι  πληροφορίες για τις διεργασίες αυτές είναι πολύτιμο υλικό παραγωγής Ιστορίας, τόσο πολύτιμο όσο και ένα πολιτικό ή στρατιωτικό ημερολόγιο.
Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις της ερμηνείας των κοινωνικών διεργασιών. Από τη μια, οι μεγάλες θεωρίες που εστιάζουν σε ζητήματα, όπως οι ταξικές διαφορές, τα πολιτικά συστήματα, η αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών κ.λ.π. Από την άλλη, υπάρχει η ψυχαναλυτική προσέγγιση που επικεντρώνεται στις ατομικότητες και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Οι μεγάλες θεωρίες, όπως ο Μαρξισμός, ελαχιστοποιούν την επίδραση των ατόμων στην ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων, σε αντίθεση με τη Ψυχανάλυση η οποία θεωρεί ότι η εξέλιξη αυτή θεμελιώνεται στα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης προσωπικότητας.[11] Η αλήθεια, θεωρούμε ότι βρίσκεται ανάμεσα στις δύο αυτές προσεγγίσεις. Όπως δείχθηκε παραπάνω, η κοινωνική αλλαγή βασίζεται τόσο στην επίδραση που ασκούν οι κοινωνικές συνθήκες στο άτομο, όσο και στο βαθμό που το άτομο μπορεί να διαμορφώσει το κοινωνικό του σύστημα αναφοράς, υλοποιώντας την ατομική του στρατηγική επιβίωσης ή κοινωνικής ανέλιξης. Εξάλλου, ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να αναπαρασταθούν τα «μεγάλα» γεγονότα είναι αναγκαστικά διαμεσολαβημένος, μέσα από την υποκειμενικότητα του φορέα της μαρτυρίας.
Αυτό που για την Προφορική Ιστορία είναι σημαντικό είναι ότι καθίσταται ο φορέας ανάδειξης της ιστορικότητας των κοινωνικών συστημάτων, προβάλλοντας τη σχέση μεταξύ του ατομικού βίου και των εξελισσόμενων κοινωνικών συνθηκών.  Με άλλα λόγια: «…Το βιογραφικό υλικό προσφέρεται για τη μελέτη της διαλεκτικής σχέσης ατόμου – κοινωνίας».[12] 
Όπως προαναφέρθηκε, το άτομο συνδιαμορφώνει και διαμορφώνεται από τους κανόνες της ομάδας. Με την έννοια αυτή οι αφηγούμενες εμπειρίες του είναι εικόνες της ομάδας στην οποία έδρασε ως κοινωνικό ον, και ως τέτοιες μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορική πηγή. Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η ιδιαιτερότητα του ατόμου, σε σχέση με την αντίληψη του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι μέλη της ίδιας κοινωνικής ομάδας αντιλαμβάνονται με τελείως διαφορετικό τρόπο τους κανόνες και τις αξίες της, μια που οι αμιγώς προσωπικές τους εμπειρίες -ακόμα και η φυσική τους κατάσταση- είναι δυνατόν να διαφοροποιήσει τις αντιλήψεις τους αυτές. Έτσι, διαφοροποιείται το τι θα κριθεί άξιο αφήγησης, από αφηγητή σε αφηγητή, ακόμα και αν αυτοί προέρχονται από το ίδιο ερευνητικό πεδίο. Ωστόσο, είναι επίσης βέβαιο, ότι στις αφηγήσεις τους θα βρεθούν συγκεκριμένοι κοινοί τόποι, θεωρημένοι, ίσως, από διαφορετική σκοπιά, αλλά κοινοί. Μέσα από αυτούς του κοινούς τόπους μπορούν να αποκαλυφθούν πολιτισμικά στοιχεία γενικότερου χαρακτήρα τα οποία θα μπορούσαν να περιγραφούν ως συλλογικός πολιτισμός της εξεταζόμενης κοινότητας. Η ανάλυση του πολιτισμού αυτού, μπορεί με τη σειρά του να αποκαλύψει τα άρρητα και μη προφανή χαρακτηριστικά της ομάδας, και κυρίως αυτά που έχουν να κάνουν με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, τους εξωτερικούς κινδύνους, τα οικονομικά χαρακτηριστικά ή και άλλα. Ακόμη, και τον επιτρεπόμενο ή ανεκτό ρόλο των ατόμων στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της κοινότητας.
Όλα αυτά μπορεί κανείς να τα αναφέρει ως «παράδοση». Η παράδοση αυτή μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, κυρίως προφορικά, και λειτουργεί ως σκέπη υπό την οποία τα άτομα μπορούν να αποκτήσουν και να θεμελιώσουν την κοινωνική τους ταυτότητα, υιοθετώντας τις αξίες που η ίδια φροντίζει να διατηρεί. Η παράδοση δεν είναι στατική. Η ύπαρξή της είναι δυνατή, μόνο μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς οι οποίοι της δίνουν τη δυνατότητα να εξελίσσεται, σύμφωνα με τους όρους που αντικειμενικά τίθενται από τις ατομικότητες και την αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον της κοινότητας αλλά και το εξωτερικό περιβάλλον. Η εξέλιξή αυτή έχει να κάνει κυρίως με την απόδοση νέων νοημάτων στα στοιχεία που την απαρτίζουν[13]. Τα νέα νοήματα μπορούν να είναι τελείως διαφορετικά από αυτά που αντικατέστησαν, όπως επίσης και να αποσυρθούν εκ νέου, προς όφελος των παλαιότερων. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αναδεικνύεται η σημαντικότητα της κατανόησης της εξελικτικής πορείας της αφηγούμενης «παράδοσης», ως κλειδιού για την κατανόηση της εξεταζόμενης κοινότητας.
Ο ερευνητής, για να προσεγγίσει το παρελθόν, θα πρέπει να αξιοποιήσει δημιουργικά το ότι, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, ο μάρτυρας ενεργοποιεί ένα σύνολο συμβολικών αναπαραστάσεων, βαθιά φυλαγμένων στη σκέψη του, προκειμένου να αναπαραστήσει το παρελθόν του. Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσει μια αντικειμενική εικόνα του παρελθόντος, ούτε καν μια εικόνα «πραγματικής ζωής»[14], χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μαρτυρία του παύει να λειτουργεί ως αξιόπιστη ιστορική πηγή. Αυτό που επιβάλλεται να γίνει είναι η ερμηνευτική εστίαση του ερευνητή σε αυτές ακριβώς τις παραμέτρους της υποκειμενικότητας του αφηγητή. Η αφήγηση λειτουργεί ως μία αυτό-ερμηνεία του παρελθοντικού εαυτού. Μάλιστα, η ερμηνεία αυτή γίνεται με όρους συγχρονίας. Ο παρελθοντικός εαυτός παρουσιάζεται έτσι όπως θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις του αφηγητή. Η σημαντικότητα των γεγονότων του παρελθόντος, άρα και η αφηγηματική τους τάξη, καθορίζεται από το γεγονός αυτό, ενώ, παράλληλα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός, σύμφωνα με τον οποίο τα γεγονότα του παρελθόντος αποκτούν συμβολικό νόημα συμβατό με τον αποδεκτό, σύγχρονο εαυτό. Έτσι, είναι δυνατόν να ερμηνευθεί το ότι συχνά οι αφηγητές αφηγούνται ως ήδη γεγονότα στοιχεία που μόνο στο μέλλον θα μπορούσαν να συμβούν. Τέτοιου είδους συμπεριφορά μπορεί κάποτε να εκτιμηθεί και ως αποκλίνουσα από ό,τι θεωρείται υγιής πνευματική δραστηριότητα. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά αποδεικνύεται έτσι είναι η επίδραση του φαντασιακού. Πρόκειται για μια απόλυτα φυσιολογική κατάσταση που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό το συνειδητό υποκείμενο[15], και θεμελιώνεται κυρίως στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του. Τέτοια μπορούν να είναι οι θρησκευτικές αντιλήψεις, οι πολιτικές θέσεις (αν μάλιστα έχουν «κοστίσει» τραυματικά), η αντίληψη περί του μεταφυσικού, οι προλήψεις κ.λ.π. Στο ίδιο πλαίσιο σημειώνεται και η τάση πολλών αφηγητών να αποφεύγουν την αναφορά σε θέματα που για τους ίδιους δεν είναι εύκολα ή αντιμετωπίζονται με μεγάλη ευαισθησία. Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατόν να αντιληφθεί ο ερευνητής γιατί οι συγκεκριμένοι αφηγηματικοί τόποι απωθούνται και πώς εμπλέκεται ο αφηγητής με αυτούς. Στην περίπτωση της Σύμης, οι περισσότεροι αφηγητές αρνήθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να παραδεχθούν και να παράσχουν πληροφόρηση σχετικά με την ύπαρξη νεαρών συμαίων balila στο νησί ακόμα και όταν έβλεπαν φωτογραφίες που τους απεικόνιζαν σε διάφορες εκδηλώσεις. Υποθέτουμε ότι η συγκεκριμένη απώθηση έχει να κάνει είτε με το αίσθημα ντροπής των ιδίων, εφόσον συμμετείχαν στην εν λόγω οργάνωση, είτε στην ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης της κοινότητάς τους, μεριμνώντας για την «αποκατάσταση» του πολιτικού της ήθους, με όρους της σύγχρονης αντίληψης περί φασισμού και των οργανώσεών του.

Η Ιστορία και οι ιστορικοί είναι εκ του ρόλου τους υποχρεωμένοι συνεχώς να τεκμηριώνουν και να υπερασπίζονται τα πορίσματα της έρευνάς τους, δεδομένου ότι το αντικείμενο της εργασίας τους είναι το παρελθόν, το οποίο δεν είναι δυνατόν να αναπαρασταθεί στην ολότητά του αλλά ούτε και να ειδωθεί αντικειμενικά, λόγω της πολυπλοκότητάς του. Η Προφορική Ιστορία υφίσταται, ως Ιστορία, την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση, εμπλουτισμένη με αμφισβητήσεις που έχουν να κάνουν κυρίως με την εγκυρότητα των αφηγηματικών κειμένων της και την υποκειμενικότητα των αφηγητών.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί, όπως τεκμηριώθηκε παραπάνω, ότι η προφορική μαρτυρία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο αναξιόπιστη από τη γραπτή ή άλλη ιστορική πηγή.
Ωστόσο, υφίσταται θέμα αξιοπιστίας της Προφορικής Ιστορίας, όπως και κάθε Ιστορίας άλλωστε, που πηγάζει από την ίδια τη μεθοδολογία της. Αναφερόμαστε στο ρόλο του ερευνητή κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Πολύ περισσότερο από το ρόλο του ερευνητή άλλων ιστορικών πηγών, ο ερευνητής της Προφορικής Ιστορίας συνδιαμορφώνει το αφηγηματικό κείμενο. Η ίδια η παρουσία του συνιστά «εισβολή» στο χώρο του αφηγητή. Ανατρέπει τη ρουτίνα του και τον αναγκάζει να ενδυθεί το ρόλο του οικοδεσπότη. Σε αυτή την αλληλεπιδραστική διαδικασία η ομιλία, η εμφάνιση, η επικοινωνιακή δεξιότητα, η ενσυναισθητική δυνατότητα, γενικότερα η συνολική παρουσία του ερευνητή παίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού κειμένου. Πολύ περισσότερο αν ο ερευνητής, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης διαπιστώσει μεγάλες διαφορές σε θέματα ιδεολογίας ή ηθικής ή η αφήγηση ταυτίζεται με τις δικές του αντιλήψεις σε σχέση με τον αφηγητή και το λόγο του. Τότε είναι βέβαιο πως θα αντιδράσει συναισθηματικά, μια που αυτή είναι μια αυτόματη λειτουργία, και πως ο αφηγητής θα αντιδράσει ανάλογα προσλαμβάνοντας άρρητα την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία από τον φιλοξενούμενό του. Επίσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος, ο αφηγητής να υποκύψει στην τάση να μη θέλει να δυσαρεστήσει το υποκείμενο της αφήγησης και να προβαίνει σε εκφράσεις επιδοκιμασίας οι οποίες επηρεάζουν συναισθηματικά την αφήγηση και εντέλει την εκτρέπουν από το αντικείμενό της[16].
Η αφήγηση είναι μια νοητική διαδικασία στην οποία εμπλέκονται πολύπλοκοι μηχανισμοί του νου, της μνήμης και του συναισθηματικού κόσμου του αφηγητή. Όποιος αποσκοπεί να αναπαραστήσει το παρελθόν «όπως ακριβώς ήταν» δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων, όπως άλλωστε και από καμία άλλη ιστορική πηγή. Αυτό που μπορεί να τεθεί ως στόχος είναι η πληρέστερη και αντικειμενικότερη, κατά το δυνατόν, αναπαράσταση του παρελθόντος. Παραδειγματικά, μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση των προφορικών μαρτυριών τις οποίες κατέθεσαν άτομα που επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα. Είναι βέβαιο ότι αυτές συντέλεσαν στο να διαμορφωθεί μια πληρέστερη εικόνα της φρικιαστικής πραγματικότητας που βίωσαν, αθροίζοντας στην μέχρι τότε εικόνα την οπτική του θύματος. Ωστόσο, με ασφάλεια μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν έχει σταθεί δυνατόν να αναπαρασταθεί η πλήρης εικόνα του συνόλου των προσωπικών βιωμάτων όλων όσων βίωσαν τη φρίκη αυτή. Αυτό για δύο λόγους: αφενός μεν οι περισσότεροι από τους έγκλειστους εκεί δεν επιβίωσαν ώστε να καταθέσουν την εμπειρία τους, αφετέρου δε οι μάρτυρες που επιβίωσαν αναφέρθηκαν στην εμπειρία τους σε μεταγενέστερο χρόνο, με αποτέλεσμα η μαρτυρία τους αυτή να φέρει τα χαρακτηριστικά της αναφοράς στο παρελθόν[17]. Με τις προφορικές μαρτυρίες, λοιπόν, όπως και με κάθε άλλη ιστορική πηγή, είναι δυνατόν να προσεγγιστεί όσο πληρέστερα και αντικειμενικότερα γίνεται η αλήθεια του παρελθόντος, αλλά μόνον αυτό. Θεωρούμε ότι η ιστορική αλήθεια είναι αδύνατον να κατακτηθεί στην ολότητά της.
Αν, όμως, το ενδιαφέρον εστιάζεται στον φωτισμό των συνθηκών εκείνων του παρελθόντος που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα του αφηγητή, ως κοινωνικών συνθηκών που αφορούσαν το περιβάλλον του και κατά συνέπεια τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητάς του και που ως τέτοιες μπορούν να καταστούν χρήσιμες πληροφορίες για την Ιστορία, τότε η Προφορική Ιστορία καθίσταται προνομιακή μεθοδολογία ιστορικής έρευνας. Η αναμενόμενη ανθρώπινη μεροληψία κατά την αφήγηση συνιστά από μόνη της πεδίο έρευνας αναφορικά με τα αίτια και τις πηγές της. Η αποκάλυψη των εσωτερικών κινήτρων μεροληψίας των υποκειμένων είναι μία πρόκληση για τον ερευνητή, η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία της έρευνάς του. Διότι, εν τέλει, ιστορικό γεγονός είναι ακόμα και η πίστη του υποκειμένου για ένα συγκεκριμένο γεγονός, τόσο πολύτιμο όσο και το ίδιο το γεγονός[18], το οποίο άλλωστε είναι πάντα πολλαπλά αναγνώσιμο όποια κι αν είναι η ιστορική πηγή. Αυτό που θα πρέπει να κάνει ο ερευνητής, είναι να αναπτύξει τη δεξιότητα να αντιλαμβάνεται πότε μια μαρτυρία χρειάζεται να επανεξεταστεί (και ενδεχομένως να διασταυρωθεί), βασιζόμενος στα προδήλως ανακριβή στοιχεία της.
Ο ερευνητής καλείται να αναπαραστήσει το παρελθόν, αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού συστήματος το οποίο ερευνά. Η πρόσβασή του στο σύστημα αυτό, μπορεί να είναι αποκλειστικά νοητική. Μέσω των προφορικών μαρτυριών μπορεί να προσεγγίσει την αλήθεια στο βαθμό που αυτές θα του παρέχουν πρόσβαση στα συλλογικά και ατομικά πρότυπα νοηματοδότησης.[19] Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό αν αντιληφθεί το υποκείμενο της αφήγησης όχι ως έναν παθητικό δέκτη των κοινωνικών κανόνων αλλά ως έναν συνειδητό συνδημιουργό τους. Αν θεωρήσει την κοινωνική πραγματικότητα, την οποία προσδοκά να αναπαραστήσει, ως μία πολύπλοκη συμβολική κατασκευή στην οποία μετέχουν όλα τα μέλη της κοινότητας. Τόσο πολύπλοκη όσο και οι προσωπικότητές τους. Λόγω της πολυπλοκότητας αυτής κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή της Ψυχανάλυσης, ως επιστήμης που αντικείμενο έχει τη διερεύνηση της πραγματικότητας, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Η κοινωνική πραγματικότητα, όπως προαναφέρθηκε, είναι μία συμβολική κατασκευή, η προσέγγιση της οποίας απαιτεί αποκωδικοποίηση των άρρητων ιδιαιτεροτήτων της ίδιας αλλά και των ατόμων που τη διαμόρφωσαν. Θεωρούμε ότι «…Το ασυνείδητο βρίσκεται ως δύναμη πίσω από κάθε αφήγηση ζωής…».[20] Τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών συστημάτων και το πώς οι αφηγητές τα αντιλαμβάνονται μπορούν να ερμηνευθούν με την αξιοποίηση της κεκτημένης γνώσης της Ψυχανάλυσης. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με την ιστορικότητα των συστημάτων και των βαθύτερων αιτίων που συνδέονται με αυτήν.
Επιπλέον, ο ερευνητής της Προφορικής Ιστορίας, αξιοποιώντας το οπλοστάσιο της Ψυχανάλυσης είναι δυνατόν να εμβαθύνει ερμηνευτικά στις λεπτές αποχρώσεις της αφήγησης που έχουν να κάνουν με τους επικοινωνιακούς τρόπους και τον τρόπο λειτουργίας της μνήμης. Να αντιληφθεί ότι η ατομικότητα των ψυχικών συστημάτων αποτελεί μία ενότητα η οποία εγκλωβίζει το σύνολο των γεγονότων του ατομικού βίου.
Η Ψυχανάλυση έχει βοηθήσει να αποκαλυφθεί η ευεργετική επίδραση της αφήγησης στα υποκείμενα, γεγονός που θα πρέπει να συνυπολογιστεί στα οφέλη της ιστορικής έρευνας με προφορικές μαρτυρίες. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με όσα πίστευαν οι γεροντολόγοι παλαιότερα η αναπόληση φέρεται ως «…μια φυσιολογική και υγιής τάση, μέρος μιας οικουμενικής διαδικασίας μέσω της οποίας ο άνθρωπος επανεκτιμάει συγκρούσεις του παρελθόντος με σκοπό τον επανακαθορισμό της ταυτότητάς του, και αφετέρου ως ένα μέσο για να βοηθήσουμε τους γηραιότερους να σταθούν στα πόδια τους».[21] Αυτό διότι το σύνολο των αφηγούμενων εμπειριών, μέσω της  ανασυγκρότησης του εγώ του υποκειμένου το βοηθά να επαναπροσδιορίσει τις προσδοκίες του.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Μαυροσκούφης Δημήτρης, Κ., Αναζητώντας τα ίχνη της Ιστορίας, Ιστοριογραφία, Διδακτική Μεθοδολογία και Ιστορικές Πηγές, εκδ. Αφων Κυριακίδη Ο.Ε., Θεσσαλονίκη 2005

Πασερίνι Λουίζα, Σπαράγματα του 20ου αιώνα, η Ιστορία ως βιωμένη εμπειρία, Νεφέλη – Ιστορία, Αθήνα 1998

Συλλογικό, Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή Ιστορίας (πρακτικά ημερίδας), εκδ. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας & Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 1998

Τσιώλης Γιώργος, Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις, Η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2006

Thompson Paul, Φωνές από το παρελθόν – Προφορική Ιστορία, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008


[1] Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις:1998, σελ. 106
[2] Μαυροσκούφης Δημήτρης: 2005, σελ. 166
[3] «Συχνότερα ο ρόλος των προφορικών πηγών είναι λιγότερο εντυπωσιακός: συμπληρώνουν, επανερμηνεύουν, καλύπτουν τα κενά και τις αδυναμίες των γραπτών πηγών», Thomson: 2008, σελ. 197
[4] «Η εμπειρία μου είναι ότι οι αναμνήσεις είναι κατά κανόνα πολύ επιρρεπείς σε λάθη όταν αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά πολύ διαφωτιστικές όσον αφορά την περιγραφή χαρακτήρων και την απόδοση του κλίματος μιας εποχής, θέματα ακριβώς που τα γραπτά στοιχεία δεν μπορούν να καλύψουν», σχολιάζει ο R.R. James. ό.π. σελ. 200
[5] ό.π.2008, σελ. 35
[6] ό.π.2008, σελ. 51
[7] Βιδάλη Άννα, στο Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή Ιστορίας, σελ. 109
[8] όπ. σελ. 106 - 107
[9] Πασερίνι: 1998, σελ. 101
[10] Δεδομένου ότι το άτομο είναι σε θέση να οργανώνει τα βιογραφικά του σχέδια. Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από προσδιορισμούς που σχετίζονται με την ταξική θέση, το φύλο, το εκπαιδευτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, τη γενιά.  Τσιώλης: 2006 σελ.81
[11] Thomson: 2008, σελ 364
[12] Τσιώλης: 2006, σελ. 32
[13] Πασερίνι: 1998, σελ. 119
[14] ό.π.1998, σελ. 161
[15] ό.π.1998, σελ. 224
[16] Είναι επίσης προφανές ότι οι ερευνητές μεταφέρουν στην συνέντευξη τις δικές τους προσδοκίες καθώς και μία κοινωνική συμπεριφορά η οποία επηρεάζει τα αποτελέσματα. Thomson: 2008, σελ. 179
[17] «…(οι πηγές της προφορικής Ιστορίας) είναι συνδεδεμένες με το παρόν μέσα από μια σχέση φορτισμένη με συμβολική σημασία….», Μαυροσκούφης: 2005, σελ. 168
[18] Thomson: 2006, σελ. 202 - 203
[19] Τσιώλης: 2008, σελ. 45 - 46
[20] Thomson: 2008, σελ. 225
[21] ό.π. σελ. 229

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου