25/11/11

Για τη Μνήμη και την Προφορική Ιστορία

Οι προφορικές μαρτυρίες στηρίζονται στη μνήμη. Ως τέτοια ορίζεται η δυνατότητα του ατόμου να ανακαλεί (ηθελημένα ή όχι) γεγονότα, καταστάσεις, εικόνες, εμπειρίες κ.λ.π. που σχετίζονται με το βιωμένο παρελθόν του. Ταυτόχρονα, ο όρος μνήμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το νοηματικό απόθεμα όλων των παραπάνω στοιχείων της βιωμένης εμπειρίας. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η μνήμη είναι μια εσωτερική, ατομική λειτουργία, η οποία αφορά γεγονότα που συντελούνται στον εξωτερικό κόσμο του ατόμου[1]. Με την έννοια αυτή, συνιστά ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησης και της γνωστικής επεξεργασίας του περιβάλλοντος κοινωνικού συστήματος.
Ο ιστορικός ερευνητής της προφορικής ιστορίας οφείλει να είναι εξοικειωμένος με τα  βασικά, τουλάχιστον, χαρακτηριστικά και τους τρόπους λειτουργίας της μνήμης. Αυτό διότι ο αφηγητής, αναγκαστικά, θα πρέπει να επικοινωνήσει με τον ερευνητή αντλώντας το υλικό της αφήγησης από το μνημονικό του απόθεμα. Βέβαια, αυτό δεν περιλαμβάνει αντικειμενικά στοιχεία του παρελθόντος, αλλά τις προσλήψεις των στοιχείων αυτών από τον αφηγητή τόσο κατά το χρόνο της τέλεσής τους όσο και κατά το χρόνο της αφήγησης, όταν τα στοιχεία αυτά επανεπενδύονται με την προσωπικότητα του αφηγητή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο της αφήγησης.
Η ενεργοποίηση της ατομικής μνήμης προκειμένου να αντληθούν γνώσεις για στοιχεία που συνθέτουν την παρελθούσα εμπειρία δεν είναι μία απόλυτη και γραμμική διαδικασία. Αντιθέτως είναι μια διαδικασία εξαιρετικά περίπλοκη η οποία υπόκειται σε πολύπλοκους, και εν πολλοίς αδιερεύνητους, κανόνες οι οποίοι καθορίζουν τη λειτουργία της ανάκλησης. Για παράδειγμα, ένα γεγονός που προκάλεσε έντονη συναισθηματική διέγερση[2] παραμένει καταγεγραμμένο στην ασυνείδητη μνήμη, ώστε, και υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση στο συνειδητό και συνακόλουθα να μπορέσει να διατυπωθεί[3]. Μάλιστα, οι πιο έντονες μνήμες είναι αυτές που «ξεχνιούνται» με την έννοια της απώθησής τους από το συνειδητό. Αυτή η λήθη λειτουργεί προστατευτικά[4] με σκοπό τη διατήρηση της μνήμης του συγκεκριμένου γεγονότος στο χώρο του ασυνείδητου[5]. Ο Ricouer θεωρεί ότι η λήθη μπορεί να πάρει τρεις μορφές: α) της παθογενούς ολικής λήθης – αμνησίας, β) της αμνηστίας που έχει να κάνει με την  επιλεκτική διαγραφή τραυματικής μνήμης, με σκοπό την αποκατάσταση της συναισθηματικής ισορροπίας και γ) της ηθικά επιβεβλημένης λήθης, η οποία σχετίζεται με τη μεταμέλεια του θύτη.[6]
Παράλληλα λειτουργεί και η διαδικασία της διαγραφής από τη μνήμη γεγονότων και καταστάσεων που αξιολογούνται, πάλι μέσω ενός εξαιρετικά πολύπλοκου μηχανισμού, ως ήσσονος σημασίας από τον φορέα της ανάμνησης.
Η μνήμη διαμορφώνεται επικοινωνιακά[7], μια που, όπως προαναφέρθηκε, είναι μια κοινωνική διαδικασία[8], δεδομένου ότι το υλικό της αντλείται από τη δραστηριότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος και την αλληλεπιδραστική σχέση του ατόμου με αυτό. Υπό την έννοια αυτή, το τραύμα, μπορεί να εξεταστεί σε ευρύτερη, κοινωνική κλίμακα[9]. Και σε αυτό το επίπεδο αναγνωρίζονται οι λειτουργίες της απώθησης, του πένθους ή της τραυματικής ανάκλησης, αλλά και άλλες που έχουν να κάνουν με ενοχικά σύνδρομα σε εθνικό επίπεδο και τη συλλογική διαχείρισή τους.[10]
Οι αναμνήσεις που αναδύονται κατά την βιογραφική αφήγηση, κατά την εκφώνησή τους εντάσσονται στον κανόνα του αυτοπροσδιορισμού του αφηγητή, σύμφωνα με τη δική του στάση, νοοτροπία και το δικό του αξιακό σύστημα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, μέσω της αφήγησης, επιχειρείται η προσωπική δικαίωση των επιλογών που έγιναν στο παρελθόν, αλλά και η δόμηση ενός ελκυστικού παρόντος εαυτού. Ακόμα και αν οι αναφορές έχουν τον χαρακτήρα παραδοχής των λανθασμένων επιλογών που έγιναν κατά το παρελθόν, βεβαίως στο βαθμό που τεκμηριώνουν τον σημερινό ελκυστικό εαυτό.
Ο φορέας της μνήμης είναι άτομο. Ωστόσο, οι μνήμες του ατόμου αυτού είναι άμεσα συνδεδεμένες με το περιβάλλον του, σε τέτοιο βαθμό που να είναι δυνατόν να θεωρηθεί η μνήμη ως μία «….τόσο ατομική όσο και κοινωνική διαδικασία»[11]. Η γνωστική διαδικασία λειτουργεί εφόσον το άτομο είναι σε θέση να εντάξει ένα γεγονός ή μια πληροφορία σε συγκεκριμένο πλαίσιο ή κανόνα, ώστε να μπορεί να το ανακαλέσει στο μέλλον. Αλλιώς, οι καθημερινές εμπειρίες θα αποτελούσαν ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών, ασύνδετο και ανοργάνωτο, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η προσπέλαση σε πληροφορίες που χρονολογούνται πέραν του πρόσφατου παρελθόντος. Οι άνθρωποι, ως στρατηγική επιβίωσης εντός του κοινωνικού τους συστήματος αναφοράς, έχουν την ανάγκη να οργανώσουν και να ταξινομήσουν τις μνήμες τους ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστούν τη σωρευμένη εμπειρία τους. Αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο, κατά την αφήγηση, να αλλοιωθεί η γραμμική αναδόμηση του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν συμπτύσσονται στη μνήμη δύο ξεχωριστά γεγονότα σε ένα, κάτι που αποτελεί ένα πολύ συχνό φαινόμενο[12]. Θεωρούμε ότι το πλαίσιο, που προαναφέρθηκε, ή ο κανόνας, συνίσταται σε κοινωνικές λειτουργίες τις οποίες το άτομο εσωτερικεύει, κατά τη διάρκεια της κοινωνικοποίησής του. Έτσι, η μνήμη αποκτά χαρακτηριστικά ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, τόσο στη συγχρονία των γεγονότων όσο και αργότερα. Για παράδειγμα, ο Ronald Fraser, βασιζόμενος στην εμπειρία του από τη συλλογή υλικού προφορικών πηγών σχετικά με τον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, κατέληξε στη διαπίστωση ότι η μνήμη είναι κατά το μέγιστο αξιόπιστη, όταν τα προσωπικά γεγονότα επικαλύπτονται από τα δημόσια σε περιόδους κρίσης[13].
Επίσης, η επιλεκτικότητα της μνήμης είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη και επηρεάζεται από παράγοντες που το άτομο βιώνει ως μέρος μίας κοινότητας. Με άλλα λόγια, το πώς θα λειτουργήσει η επιλεκτική διαδικασία της μνήμης καθορίζεται από λανθάνουσες, τις πιο πολλές φορές, κοινωνικές νόρμες, όπως και όσο τις έχει εσωτερικεύσει το άτομο. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο η βιωμένη εμπειρία γίνεται αφήγηση επηρεάζεται βαθιά από το κοινωνικό περιβάλλον. Οι αφηγηματικές μορφές, τις πιο πολλές φορές, συναθροίζουν τρόπους προφορικής επικοινωνίας που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά, εντός συγκεκριμένων δομών, όπως η οικογένεια, οι παρέες, οι οργανώσεις. Οι αφηγηματικοί τρόποι μπορούν να έχουν χαρακτήρα λογοτεχνικού είδους, να κάνουν χρήση κοινωνικά εγκεκριμένου λεξιλογίου, μη λεκτικών επικοινωνιακών στοιχείων κ.λ.π. Για τους παραπάνω λόγους, οι αφηγήσεις μπορούν να αξιοποιηθούν επαρκέστατα για να κατανοηθούν οι κοινωνίες του παρελθόντος και για το πώς αυτές αλληλεπέδρασαν με τα άτομα και ειδικότερα με τον αφηγητή. Αυτό, με την επίγνωση ότι αυτές οι κοινωνίες του παρελθόντος δεν αποτελούν ένα στατικό σύστημα, όπως άλλωστε και ο αφηγητής, αλλά δυναμικές οντότητες που εξελίσσονται με το πέρασμα του χρόνου. Κάθε φορά θα πρέπει να εξετάζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασής τους με τα ενταγμένα σε αυτές μέλη τους. Εξάλλου, η δυναμική αυτή είναι που μπορεί να έχει ενδιαφέρον για τον ιστορικό.
Αν το ενδιαφέρον του εστιαστεί αποκλειστικά στην προσωπική ζωή του αφηγητή, αποστρέφοντας το βλέμμα από το περιβάλλον όπου αυτή διαδραματίστηκε και από τη δυναμική σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στο άτομο - αφηγητή και στο περιβάλλον του κατά τη διάρκεια του βίου, τότε η έρευνά του φαίνεται να αποσκοπεί περισσότερο στην ικανοποίηση της περιέργειάς του, παρά στην παραγωγή ιστορικής γνώσης.
Η Ψυχανάλυση έχει πολλά να μας προσφέρει σχετικά με την κατανόηση της μνήμης και της λειτουργίας της. Ο Freud, για παράδειγμα, αναφέρει ότι η μνήμη «….λειτουργεί με τους μηχανισμούς της συμπύκνωσης και της μετάθεσης, όπως και το όνειρο, μπερδεύοντας συχνά τα πραγματικά γεγονότα με τις φαντασιώσεις και ανασκευάζοντας, εκ των υστέρων, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, τις εμπειρίες, τις εντυπώσεις και τα μνημονικά ίχνη, έτσι ώστε να αποκτούν καινούρια σημασία, αλλά και την ικανότητα να επηρεάζουν διαφορετικά τον ψυχικό κόσμο»[14]. Δηλαδή, η μνήμη λειτουργεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο φαντασιακό και μάλιστα με τη διπολική αυτή σχέση να είναι δυναμική στην πορεία του χρόνου και πολυδιάστατη. Κατ΄ αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η πληροφορία που ανακαλείται από το μνημονικό απόθεμα, δεν είναι αξιόπιστη ως ιστορική πηγή. Ωστόσο, η πραγματική χρήση της μη αληθούς πληροφορίας, για τον κοινωνικό ιστορικό, αφορά την αποκωδικοποίηση των λανθανουσών κοινωνικών δομών που καθορίζουν τα όρια μεταξύ του φαντασιακού και της πραγματικότητας, με την επεξεργασία της πρωτογενούς πληροφορίας, όπως αυτή εσωτερικεύεται αισθητηριακά. Απλώς, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από τον ερευνητή ότι το αίτημα για οργάνωση της πληροφορίας που εσωτερικεύεται αισθητηριακά, πολλές φορές προκαλεί συγχωνεύσεις, επαναλήψεις μέσω της λειτουργίας των νοηματικών συνδέσεων, συμψηφισμών και συναθροίσεων[15]. Εξάλλου, η αξία της προφορικής ιστορικής έρευνας έγκειται ακριβώς σε αυτό: στη δυνατότητά της να αποκαλύπτει την αλήθεια που βρίσκεται πίσω από τα γεγονότα, βασιζόμενη στην ερμηνεία των αποκλίσεων από αυτά κατά τη διάρκεια της αφήγησης, αποκαλύπτοντας τη χώρα της φαντασίας, των συμβολισμών και των επιθυμιών του αφηγητή και του κοινωνικού του χώρου[16]. Τα στοιχεία αυτά είναι που θεμελιώνουν τη βαθύτερη κατανόηση του παρελθόντος.
Ο ίδιος (Freud), εισάγει την έννοια του «μεθύστερου βιώματος» δηλαδή την εκ των υστέρων αναψηλάφηση εμπειριών, εντυπώσεων και μνημονικών ιχνών, αναφορικά με την παιδική ηλικία: «…ακριβώς όπως ένα έθνος προσπαθεί να καλύψει τη ξεχασμένη προϊστορία του κατασκευάζοντας μύθους….έτσι και το παιδί χρησιμοποιεί τις φαντασιώσεις για να «μεταμφιέσει» την ιστορία της παιδικής του ηλικίας»[17]. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει και απωθήσεις γεγονότων και καταστάσεων, ενδεχομένως, τραυματικών. Η αναβίωση, εκ μέρους του αφηγητή, τέτοιων απωθημένων αναμνήσεων μπορεί να είναι χρήσιμη στην ιστορική έρευνα, αλλά αντίκειται στον θεμελιώδη ηθικό κανόνα, που προστατεύει τους ανθρώπους και την αξιοπρέπειά τους, όταν μάλιστα η ανάκληση συγκεκριμένων γεγονότων εμποδίζεται από την ενσυνείδητη αποφυγή της αναφοράς τους ή την ασυνείδητη απώθηση. Η ιστορική έρευνα με βιογραφικές αφηγήσεις δεν είναι θεραπευτική συνέντευξη και ο ερευνητής δεν είναι πιστοποιημένος για να μπορέσει να ασχοληθεί με κάτι τόσο ευαίσθητο και απαιτητικό.
Η μνήμη είναι μια διανοητική λειτουργία η οποία βασίζεται σε μία σειρά από βιοχημικές αντιδράσεις που συντελούνται στον εγκέφαλο. Είναι λογικό λοιπόν, οι δυνατότητές της να είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη φυσική κατάσταση του ατόμου και να υποβαθμίζονται παράλληλα με τη φθορά του σώματος, με το πέρασμα του χρόνου. Χαρακτηριστικό της εξασθένησης της μνήμης, λόγω ηλικίας είναι ότι αρχικά επηρεάζεται η πρόσφατη μνήμη. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό για τον ερευνητή, προκειμένου να αξιολογήσει την ποιότητα του υλικού που θα αντλήσει από έναν αφηγητή που κρίνεται σημαντικός για άλλους λόγους, ενώ, ενδεχομένως, η αφήγησή του παρουσιάζει κενά στην ανάκληση των πλέον πρόσφατων αναμνήσεων. Η μνήμη επηρεάζεται, στους ηλικιωμένους μάρτυρες, και από συνθήκες που δεν σχετίζονται άμεσα με τη βιολογική λειτουργία του μάρτυρα, αλλά με συμβάντα που έχουν κοινωνικές καταβολές, όπως η συνταξιοδότηση ή η χηρεία. Υπό αυτές τις συνθήκες, έχει παρατηρηθεί ότι ανακαλούνται μνήμες από το απώτερο παρελθόν του αφηγητή, διαδικασία που έχει τον χαρακτήρα της απολογιστικής ανασκόπησης του βίου. Σε αυτή την περίπτωση οι αφηγήσεις χαρακτηρίζονται από μία αίσθηση ειλικρινούς εξομολόγησης που θεμελιώνεται στην αίσθηση της ολοκλήρωσης του ενεργού βίου[18].
Υφίστανται δευτερεύοντες μηχανισμοί που διέπουν τη λειτουργία της μνήμης, τους οποίους θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο ερευνητής. Για παράδειγμα, το ότι θυμόμαστε πολύ περισσότερα από ένα γεγονός αμέσως μετά από αυτό, παρά αργότερα, το ότι υπάρχει πεπερασμένο σύνολο αριθμού ανακαλούμενων στοιχείων στην άμεση μνήμη ή το ότι θυμόμαστε περισσότερο κάτι που έχει επαναληφθεί ή έχει ανακληθεί πολλές φορές. Επίσης, το ότι η ακρίβεια της ανάμνησης πολλές φορές εξαρτάται από το κοινωνικό ενδιαφέρον που συνδέεται με αυτήν[19] ή από το αν η ανάμνηση αφορά συγκεκριμένα γεγονότα, ενώ γίνεται ακριβέστερη όταν αφορά την απόδοση χαρακτήρων των σημαινόντων άλλων ή την απόδοση του «κλίματος» μιας εποχής[20].
Πέραν της ατομικής μνήμης, αναφορά θα πρέπει να γίνει και σε αυτήν που ονομάζεται «συλλογική». Ως όρος περιλαμβάνει το κοινό αναμνησιακό απόθεμα μιας συγκεκριμένης κοινότητας στην πορεία του χρόνου. Τα όρια μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής μνήμης φαίνεται να είναι δυσδιάκριτα, δεδομένου ότι η ατομική μνήμη, όπως προαναφέρθηκε, σε μεγάλο βαθμό συγκροτείται κοινωνικά. Η συλλογική μνήμη συχνά παίρνει τη μορφή της παράδοσης, ως τεκμηριωτικού μηχανισμού της κοινοτικής ταυτότητας. Με αυτή τη μορφή εκ νέου αλληλεπιδρά με τα άτομα – μέλη της κοινότητας, αναδιατυπώνει το παρελθόν της και αναδιαμορφώνει τις ατομικές μνήμες. Με την έννοια αυτή η συλλογική μνήμη θα μπορούσε να οριστεί και ως η συνάθροιση των ατομικών μνημών των μελών της. Η συνάθροιση αυτή έρχεται στο φως λεκτικά και μη λεκτικά, λειτουργώντας στο παρασκήνιο των ατομικών βίων. Για το λόγο αυτό ο Foucault αναφέρει ότι: «….τη συλλογική μνήμη τη συναντάμε στον κόσμο μάλλον παρά στα μυαλά των ανθρώπων»[21].
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μνήμες όταν έρχονται στην επιφάνεια συνδιαμορφώνονται, κατά τη διατύπωσή τους, από το περιβάλλον το οποίο έδωσε το ερέθισμα. Ανάλογα με τα ερεθίσματα, το άτομο «επιλέγει» τις μνήμες που θα φέρει στην επιφάνεια. Τα ερεθίσματα αυτά μπορούν να είναι ποικιλόμορφα και να έχουν να κάνουν τόσο με την προσωπικότητα και τις στάσεις του ερευνητή όσο και με τη μορφή του τεκμηριωτικού υλικού που θα παρουσιασθεί στον μάρτυρα. Ο βαθμός επηρεασμού του μάρτυρα από εξωτερική συνθήκη μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην ανάκληση τελείως ψευδών και αποπροσανατολιστικών αναμνήσεων. Για το λόγο αυτό, ο ερευνητής οφείλει να είναι όσο είναι δυνατόν αμερόληπτος, αποστασιοποιημένος και πληρέστατα ενημερωμένος για το θέμα του, όταν επικοινωνεί με τον μάρτυρά του.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κόκκινος Γ., Λεμονίδου Ε., Αγτζίδης Βλ., Το Τραύμα και οι Πολιτικές της Μνήμης, Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2010

Μαντόγλου Άννα, Μνήμες, Ατομικές – Συλλογικές – Ιστορικές, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005

Πασερίνι Λουίζα, Σπαράγματα του 20ου αιώνα, η Ιστορία ως βιωμένη εμπειρία, Νεφέλη – Ιστορία, Αθήνα 1998

Συλλογικό, Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή Ιστορίας (πρακτικά διεθνούς ημερίδας), εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 1998


[1] «Η μνήμη δεν είναι μια ατομική ενέργεια. Είναι μια ατομική λειτουργία, η οποία γίνεται εντός του ατόμου αλλά αφορά τα έξω από αυτό δρώμενα.» Μαντόγλου: 2005, σελ. 17
[2] Κάτι τέτοιο ορίζεται ως «τραύμα». Δηλαδή, μια εμπειρία ξαφνική και συνταρακτική που παραλύει τους αμυντικούς μηχανισμούς που διαθέτουμε.
[3] Μια διαδικασία η οποία έχει επίσης τραυματικό χαρακτήρα
[4] «Απωθούμε τα τραυματικά γεγονότα που απειλούν την ταυτότητά μας και χαράσσουμε στη μνήμη τα σημαντικά γεγονότα που την καταξιώνουν. Υπάρχουν μνήμες που δεν τολμάμε να ομολογήσουμε στους άλλους, ούτε καν στον εαυτό μας. Αυτές βάζουν σε κίνδυνο την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας ή την ταυτότητά μας. Έτσι τα ατομικά ή συλλογικά μυστικά εγγυώνται την ακεραιότητά μας ή, σε άλλες περιπτώσεις, αντιτάσσονται στον αφανισμό μας. Συχνά λέμε ότι η αλήθεια του ατόμου βρίσκεται σε αυτό που κρύβει   Μαντόγλου: 2005, σελ. 243
[5] Βιδάλη Άννα, στο Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή Ιστορίας, σελ. 112
[6] Κόκκινος Γιώργος: 2010, σελ. 34
[7] «Γενικότερα, όμως, μπορούμε να πούμε ότι η επικοινωνία είναι το όχημα μέσω του οποίου μεταφέρονται οι μνήμες  Μαντόγλου: 2005, σελ. 23
[8] «Οι Billig και Edwards (1994, σ. 742) αναφέρουν ότι για αρκετούς ψυχολόγους η μνήμη δεν αποτελεί πλέον απλή υπόθεση κωδικοποίησης και αποθήκευσης της πληροφορίας, αλλά κυρίως, και πάνω απ’ όλα, μια κοινωνική δραστηριότητα που περνά μέσα από το λόγο και οικοδομείται στις σχέσεις μας με άλλα άτομα.»  Μαντόγλου: 2005, σελ. 17
[9] «Η συλλογική μνήμη…..χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση της γνώσης των γεγονότων που καθόρισαν την εξέλιξη μιας κοινωνίας. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι τραύματα από εμπειρίες εθνικής ήττας που, μεταφραζόμενα σε δημόσια αφήγηση, περνούν από γενιά σε γενιά, παραμένοντας τραυματικά σε συλλογικό επίπεδο.» Μαντόγλου: 2005, σελ. 22
[10] Κόκκινος Γιώργος: 2010, σελ. 63 – 85
[11] Thomson: 2006, σελ. 172
[12] ό.π. σελ. 202
[13] Πασερίνι: 1998, σελ. 301
[14] Βιδάλη Άννα, στο Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή Ιστορίας, σελ. 111
[15] Πασερίνι: 1998, σελ. 263
[16] Thomson: 2006, σελ. 204
[17] Βιδάλη Άννα, στο Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή Ιστορίας, σελ. 107
[18] Thomson: 2006, σελ. 177
[19] ό.π., σελ. 172
[20] ό.π. σελ. 200
[21] Βιδάλη Άννα, στο Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή Ιστορίας, σελ. 113

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου