25/11/11

Ερμηνευτική ανάλυση τεκμηρίων Προφορικής Ιστορίας

Ανάλυση γενικά
Για να καταστεί αξιοποιήσιμο το υλικό είναι απαραίτητη η ανάλυσή του. Η ανάλυση αυτή, κάθε φορά, είναι ανάλογη των αιτούμενων της έρευνας. Για τον ιστορικό, η ανάλυση αυτή θα πρέπει να αποκαλύπτει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα μπορούν να συνθέσουν την εικόνα του παρελθόντος καθώς και τα «κλειδιά» για την ερμηνεία γεγονότων και καταστάσεων. Επίσης, λανθάνοντα ή φανερά σημεία που συνδέουν τα στοιχεία της αφήγησης με το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, στη συγχρονία του ή μη.
Η ανάλυση αυτή στηρίζεται, κυρίως, στο κείμενο της αφήγησης αλλά και στα στοιχεία της διαδικασίας, όπως οι συνθήκες ολοκλήρωσής της.
Το κείμενο αναλύεται σε δύο επίπεδα: Το μορφολογικό και το νοηματικό. Στοιχεία που συνθέτουν τη μορφή μπορούν να είναι η ιδιόλεκτος, οι σιωπές, αποχρώσεις του τόνου ή της έντασης της φωνής κ.λ.π. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό, όλα αυτά τα σημαντικά στοιχεία που είναι παρόντα στον προφορικό λόγο να μπορούν να αποτυπωθούν -όσο πληρέστερα γίνεται- στο γραπτό κείμενο. Άλλα, στοιχεία που μπορούν να ενταχθούν στη μορφολογική ανάλυση είναι οι συνθήκες στις οποίες ολοκληρώθηκε η διαδικασία της αφήγησης, ο χώρος, ο χρόνος, η επικαιρότητα κ.λ.π.

Ανάλυση των βιογραφικών αφηγηματικών κειμένων (μαρτυριών)
Η ανάλυση του κειμένου το οποίο προέκυψε από μία προφορική μαρτυρία είναι η απαραίτητη διαδικασία προκειμένου αυτό να καταστεί χρήσιμο από ερευνητική άποψη. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ερμηνεία αυτή συνιστά τον βασικό όρο έρευνας με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία. Επιπλέον, η ερμηνευτική διαδικασία θα πρέπει να εννοηθεί ως η απαιτητικότερη του όλου έργου, μια που θα πρέπει να ενεργοποιήσει το σύνολο των γνωστικών, αντιληπτικών και διαισθητικών δεξιοτήτων του ερευνητή και παράλληλα να τον φέρει αντιμέτωπο με την πρόκληση της συναισθηματικής αποστασιοποίησης από το κείμενο που του προσφέρθηκε από τον μάρτυρά του.
Η ερμηνευτική διαδικασία είναι μέρος της συνολικότερης ερευνητικής, με τη μεθοδολογία της προφορικής ιστορίας. Αυτή αλλά και οι άλλες φάσεις της έρευνας, όπως είναι ο από πριν σχεδιασμός της, οι συνεντεύξεις κ.λ.π. δεν αποτελούν ανεξάρτητα τμήματα του συνολικού έργου αλλά διεργασίες που η μία διαπλέκεται με την άλλη σε διάφορα επίπεδα. Η συνέντευξη, για παράδειγμα, είναι άμεσα συνυφασμένη με τον ερευνητικό σχεδιασμό, ο οποίος δημιούργησε μια συγκεκριμένη προσδοκία ήδη από τη στιγμή της τηλεφωνικής συμφωνίας για την ημέρα και την ώρα της συνέντευξης. Η ίδια η συνέντευξη επιβεβαιώνει ή αναιρεί την προσδοκία αυτή. Οι ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος όπου αυτή εξελίχθηκε μπορούν να επιτύχουν ακριβώς το ίδιο.
Η προσωπική γνωριμία με το υποκείμενο της συνέντευξης δημιουργεί το βασικό υπόβαθρο για την έναρξη της ερμηνευτικής ανάλυσης, μια που μέσα από αυτήν αξιολογείται αυτομάτως ο αφηγητής και ως εκ τούτου δημιουργείται το πρίσμα μέσω του οποίου θα ερμηνευθούν τα λεγόμενά του, ακόμα και σε επίπεδο αξιολόγησης της αξιοπιστίας του ή των προθέσεών του.
Η χρονική απόσταση από την ώρα της συνέντευξης μέχρι την ώρα της ερμηνευτικής επεξεργασίας του τελικού κειμένου, επίσης, είναι δυνατόν να επηρεάσει τη στάση του ερευνητή -άρα και τον χαρακτήρα της ερμηνείας του- απέναντι στο υποκείμενό του και τα λεγόμενά του. Αυτό διότι κατά το διάστημα αυτό ο ερευνητής αφενός απομακρύνεται από την εσωτερική παρόρμηση της διάσωσης της μαρτυρίας, γεγονός  που φέρνει την ίδια τη μαρτυρία σε δεύτερη μοίρα, και αφετέρου αποστασιοποιείται από τη συναισθηματική φόρτιση της σχέσης που δημιουργήθηκε από τη δια ζώσης επαφή με τον αφηγητή.

Μεθοδολογία ερμηνευτικής ανάλυσης της προφορικής μαρτυρίας – θεωρητικές προσεγγίσεις
Η εργασία θα πρέπει να εκκινήσει από την κειμενοποίηση -σε γραπτή μορφή- του φωνητικού τεκμηρίου. Προς αυτό ακολουθείται μία συγκεκριμένη μεθοδολογία που έχει να κάνει με τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να αποτυπωθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προφορικής αφήγησης σε ένα γραπτό κείμενο. Αυτό σε κάποιο βαθμό επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικών συμβόλων, η σημασία των οποίων είναι από πριν καθορισμένη. Με τα σύμβολα αυτά αποτυπώνονται οι διαφοροποιήσεις στην ένταση της φωνής, οι παύσεις και οι χρονικές τους διάρκειες, το γέλιο ή το κλάμα και άλλα στοιχεία που αναδημιουργούν το επικοινωνιακό πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίχθηκε η διαδικασία της αφήγησης.
Η γραπτή αποτύπωση της προφορικής μαρτυρίας κρίνεται απαραίτητη[1], με τον όρο της αυστηρής απόδοσης, δεδομένου ότι η αναλυτική ερμηνεία αφενός είναι μια νοητική διαδικασία η οποία είναι πρακτικά αδύνατον να ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και αφετέρου είναι δύσκολο να δομηθεί και να οργανωθεί νοητικά με βάση το ηχητικό ντοκουμέντο. Επιπλέον, θα πρέπει το κείμενο να μπορεί να «αναγνωσθεί» και από άλλους, ενδεχόμενους, συνεργάτες στην έρευνα.
Εκκινώντας τη μελέτη του κειμένου ο ερευνητής θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει ότι βρίσκεται σε επαφή με το περιβάλλον της αφήγησης, τόσο χρονικά όσο και τοπικά. Επίσης να είναι βέβαιος ότι μπορεί να εντάξει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τα αφηγούμενα γεγονότα, υπό την έννοια της συνάφειας και των αλληλεπιδράσεων που είναι δυνατόν να επηρέασαν τη διαμόρφωσή τους.
Εκτός αυτού, θα πρέπει να είναι εφοδιασμένος με ένα ευρύ θεωρητικό και εννοιολογικό οπλοστάσιο, με τη χρήση του οποίου θα εσωτερικεύει τις πληροφορίες που του παρέχονται από τον αφηγητή[2].
Η ερμηνευτική ανάλυση θα πρέπει να προσεγγίζει το υλικό λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική και ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη των πραγμάτων που είχε ο μάρτυρας κατά το χρόνο που αυτά συντελούνταν και σε αυτήν που είχε κατά το χρόνο της αφήγησης. Έχοντας αυτό υπόψη είναι δυνατόν να αναδειχθεί αφενός η άρρητη διαφοροποίηση του μάρτυρα σε σχέση με τον παρελθοντικό εαυτό και αφετέρου να προσεγγιστεί με ασφαλέστερους όρους το ιστορικό παρελθόν, αν αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμο.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο ερευνητής, είναι δυνατόν να αντιληφθεί διαφοροποιήσεις στις οπτικές ευρύτερων συστημάτων από αυτό του μάρτυρά του, μια που η αφήγηση δεν μπορεί παρά να είναι η περιγραφή των σχέσεων με τους «άλλους» του βιωματικού περίγυρού του και των μεταβολών της κατάστασής του κατά τη διάρκεια της ζωής του, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως «…διαφοροποίηση της σχέσης του …προς τα εξελισσόμενα γεγονότα»[3]. Οι μεταβολές αυτές έχουν διαφορετικό βαθμό σημαντικότητας και διαφορετικές σημασίες για κάθε εμπλεκόμενο υποκείμενο, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται και η στάση τους απέναντι σε αυτά. Άρα αν, εντός του ίδιου πλαισίου της έρευνας, καταστεί δυνατή η ανάδειξη αυτών ακριβώς των διαφοροποιήσεων από υποκείμενο σε υποκείμενο, τότε είναι δυνατόν, το πλαίσιο αυτό να γίνει περισσότερο και βαθύτερα κατανοητό. Ιδιαίτερα η λειτουργία του ως μηχανισμού αλληλεπίδρασης με τα άτομα που το συνδιαμόρφωσαν και ταυτόχρονα διαμορθώθηκαν από αυτό, τραυματικά ή όχι. Εξάλλου, η βιογραφική ταυτότητα την οποία συγκροτεί ο αφηγητής με την αφήγησή του δομείται με βάση την αντίληψή του για τον κόσμο νοημάτων, στάσεων ή ιδεολογιών που τον περιέβαλλαν και τον περιβάλλουν.
Τα αποτυπώματα των μεταβολών αυτών είναι, κατά κανόνα, άρρητα. Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής βίωσε τις μεταβολές αυτές είναι αυτός που καθόρισε τις επιλογές ζωής που κλήθηκε να κάνει κατά τη διάρκεια του βίου. Αυτή η επιλεκτική διαδικασία είναι μία σύνθετη και λανθάνουσα λειτουργία η οποία θεμελιώνεται στον ξεχωριστό κάθε φορά τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα του συστήματος που το περιβάλλει. Το σύστημα αυτό «μεταφράζει» σε «κανόνες» οι οποίοι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί από το ίδιο. Είναι επίσης αυτός ο τρόπος που καθορίζει τις επιλεκτικές ανακλήσεις γεγονότων ή καταστάσεων κατά τη φάση της αυτοβιογραφικής αφήγησης. Ο ερευνητής οφείλει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στις επιλογές αυτές, αλλά και στις επικοινωνιακές στρατηγικές που υιοθετεί ο αφηγητής ώστε να μπορέσει να φέρει στην επιφάνεια τον «λανθάνοντα μηχανισμό»[4] που οδηγεί σε αυτές.
Η βιογραφική αφήγηση εμπεριέχει πληθώρα στοιχείων τα οποία στοιχειοθετούν την ταυτότητα του αφηγητή, κατά τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος επιθυμεί να εξωτερικεύσει τον εαυτό του. Σε αυτήν εμπεριέχονται στοιχεία όπως επιχειρηματολογία, ρητορικά ερωτήματα, αξιολογήσεις, προσδοκίες κ.λ.π. Όλα αυτά τα στοιχεία, είναι βέβαιο πως σχετίζονται μεταξύ τους και αποτελούν κρίκους μίας αλυσίδας, απαραίτητης για τη δημιουργία νοήματος από το ίδιο το υποκείμενο. Πολλές φορές, συνιστούν το υπόβαθρο για την αποτροπή της αντίληψης της ματαιότητας της ίδιας της ύπαρξης ή και της υπέρβασης του φόβου του θανάτου, με την έννοια της θετικής υστεροφημίας.
Ο ερευνητής κατά τη φάση της ερμηνευτικής ανάλυσης θα πρέπει να εστιάσει στην αποκρυπτογράφηση της αλυσίδας αυτής για να εντοπίσει εκείνα τα στοιχεία που οδήγησαν στον σχηματισμό της και τα οποία προέρχονται από τον κοινωνικό περίγυρο του αφηγητή.
Τέτοια στοιχεία μπορούν να είναι και σημαντικά γεγονότα τα οποία προέκυψαν ενώ δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και επί των οποίων ο αφηγητής δεν μπορούσε να ασκήσει κάποιον έλεγχο, όπως πόλεμοι, φυσικές καταστροφές κ.λ.π. Τέτοιου είδους γεγονότα ανατρέπουν το πλαίσιο κανόνων, όπως είναι κάθε φορά διαμορφωμένο από τα υποκείμενα, και επιβάλλουν βίαιη επανοργάνωση του εαυτού υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Η διαδικασία αυτή είναι, κατά κανόνα τραυματική, δεδομένου ότι η ισορροπία κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης του εαυτού είναι ούτως ή άλλως εύθραυστη ακόμη και υπό κανονικές συνθήκες, και «σφραγίζει» στο εξής τις επιλογές του υποκειμένου[5].
   Στη διαδικασία της αυτοσυγκρότησης μέσα από τη βιογραφική αφήγηση καίριο ρόλο παίζει το μέγεθος του χρόνου, κατά δύο έννοιες: Αφενός ότι τα γεγονότα του παρελθόντος τοποθετούνται νοηματικά σε μία χρονική διάταξη τέτοια ώστε να εξασφαλίζεται η λογική συνέχεια της αφήγησης[6] και συνακόλουθα να είναι δυνατή η ανασυγκρότηση του εαυτού και αφετέρου ο διαχωρισμός μεταξύ παροντικού χρόνου (χρόνου της αφήγησης) και χρόνου κατά τον οποίο συντελέστηκαν τα γεγονότα της αφήγησης. Αυτό είναι καθοριστικό διότι πάντα, κατά τη διαδικασία της αφήγησης, ο νοηματοδοτικός χρόνος είναι ο παροντικός. Η νοητική λειτουργία της μνήμης και της εξωτερίκευσής της συντελείται από το υποκείμενο κατά τον παρόντα χρόνο. Οι παροντικές του θέσεις και στάσεις είναι αυτές που νοηματοδοτούν τα αφηγούμενα γεγονότα. Μπορεί, μάλιστα, να θεωρηθεί δεδομένο ότι το πώς κατά τον παρόντα χρόνο αξιολογεί τα γεγονότα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το πώς τα αντιλαμβανόταν κατά τη συγχρονία τους. Για το λόγο αυτό «….η βιογραφία ως αυτοαναφορικό και αυτοποιητικό σύστημα εκλαμβάνεται ως μια διαρκώς αναθεωρούμενη και επανακαθοριζόμενη δομή, και όχι ως ένα στατικό σύνολο που απλώς επεκτείνεται επιπροσθετικά. Κατανοείται ως ενότητα που, ενσωματώνοντας νέα στοιχεία, μεταβάλλεται συνεχώς»[7]. Για το λόγο αυτό το ενδιαφέρον εστιάζεται όχι στην «αντικειμενική» καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος, αλλά στον τρόπο με τον οποίο το άτομο βίωσε τα γεγονότα αυτά και πως μπορεί να τα αναστοχαστεί μέσω των φίλτρων του παροντικού του εαυτού, ώστε ο εαυτός που θα εξωτερικευτεί να είναι συμβατός με τα παροντικά του πρότυπα.
Ο ερευνητής θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι το υποκείμενο έχει την ανάγκη της επίγνωσης του εαυτού ως ενός συστήματος συγκροτημένου, δομημένου σε σταθερές βάσεις οι οποίες κάθε φορά κατά τη διάρκεια του βίου υπόκεινται σε δοκιμασία υπό το βάρος της αντιμετώπισης των συνεχών αλλαγών που υφίσταται. Το σύστημα αυτό ισορροπεί με τη δυνατότητα του υποκειμένου να συνδέει όλες τις αλλαγές του βίου του με ένα απόθεμα εμπειριών δια του οποίου μπορεί να τις αντιμετωπίζει και, κυρίως, να τις ερμηνεύει. Αυτό, λοιπόν φαίνεται να είναι το κεντρικό μέλημα της βιογραφικής έρευνας: «…η αποκρυπτογράφηση του λανθάνοντος πλέγματος νοήματος που διαπερνά τον ατομικό βίο….».[8]
Η ερμηνευτική προσέγγιση ενός βιογραφικού αφηγηματικού κειμένου διέπεται από δύο βασικές μεθοδολογικές αρχές: Την στρουκτουραλιστική αρχή η οποία εστιάζει στις σχέσεις που αναπτύσσονται, κατά τη διάρκεια του βίου, ανάμεσα στις εκδηλώσεις που συγκροτούν το βίο ενός ατόμου, και όχι στις ίδιες τις εκδηλώσεις. Ενταγμένος σε αυτό το νοηματικό πλαίσιο είναι και ο κανόνας της «δομικής διαψευσιμότητας», σύμφωνα με τον οποίο κάθε ερμηνευτικός κανόνας που έχει εφαρμογή σε ένα απόσπασμα του κειμένου, πρέπει να ισχύει και για το συνολικό κείμενο. Κάθε διαφοροποίηση οδηγεί σε μετασχηματισμό της υπόθεσης για τη δομή της συγκρότησης του βίου, όπως αυτή αποκαλύπτεται στο βιογραφικό κείμενο[9].
Στον αντίποδα υπάρχει η άποψη της Wolhrab-Sahr, η οποία θεωρεί ότι τα βιογραφικά κείμενα μπορούν να προσεγγίζουν τα κοινωνικά φαινόμενα στην ιστορική τους διάσταση. Για το λόγο αυτό πρέπει να εκλαμβάνονται ως κείμενα που παραπέμπουν στην χρονικότητα του βίου και παρέχουν τη δυνατότητα έρευνας της εσωτερικής λογικής τους. Αυτό διότι τα εξιστορούμενα γεγονότα και διαδικασίες, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο το άτομο έχει εμπλακεί σε αυτά, συνιστούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο έχει βασιστεί το εξεταζόμενο κείμενο, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τη μορφή[10].
Η θεωρητική έρευνα για την ερμηνευτική διαδικασία των βιογραφικών αφηγήσεων έχει αποδώσει καρπούς όπως φαίνεται από το έργο σημαντικών διανοητών του χώρου, οι οποίοι είναι, κατά κύριο λόγο, ενταγμένοι στη στρουκτουραλιστική μεθοδολογική αρχή.
Ο F. Schutze[11] εισηγείται την ερμηνευτική προσέγγιση των κειμένων αυτών με τη χρήση των «γνωστικών σχημάτων» τα οποία αναδεικνύονται με τη διατύπωση υποθέσεων σχετικά με:
-τα στοιχεία γύρω από τα οποία ο φορέας της βιογραφίας δομεί την αυτοεικόνα του.
-τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί τη θέση του εντός του κοινωνικού χώρου και εκτιμά τα διαθέσιμα περιθώρια της δράσης.
-τον τρόπο με τον οποίο συναρθρώνονται και συσχετίζονται τα σημαντικά γεγονότα και η στάση του υποκειμένου έναντι αυτών.
-τους βασικούς βιογραφικούς του προσανατολισμούς και τη «διαχείριση» των κοινωνικά προσφερόμενων βιογραφικών προδιαγραφών.
-την άρθρωση βιογραφικών σχεδίων και την εκπλήρωση ή μη των σχεδίων αυτών.
-τις βιογραφικά αποκρυσταλλωμένες στρατηγικές δράσης και το αξιακό πλέγμα που υιοθετεί το υποκείμενο.
-το πλέγμα των σχέσεων με σημαίνοντες άλλους και τα στοιχεία γύρω από τα οποία οικοδομείται η αίσθηση του «ανήκειν».
-τέλος, τον τρόπο με τον οποίο τα επιμέρους στοιχεία της βιογραφικής θεματοποίησης συνδέονται οργανικά μεταξύ τους και συνεισφέρουν στη συγκρότηση μιας συνολικής μορφής της βιογραφίας.
Βέβαια, από την ερμηνευτική σκευή του ερευνητή δεν εξαιρεί την ενδελεχή εξέταση των μορφολογικών στοιχείων της αφηγηματικής απόδοσης.
Ο Γιώργος Τσιώλης[12] υιοθετεί ένα πλαίσιο βασικών αρχών για την ανάλυση των βιογραφικών κειμένων:
1. Η αρχή της «ανασυγκρότησης της περίπτωσης»
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κάθε περίπτωση βιογραφικής ανασυγκρότησης του εαυτού οφείλει να αντιμετωπίζεται από τον ερευνητή στο σύνολό της. Η λογική της αρχής αυτής βασίζεται στην αντίληψη ότι κοινωνικά μορφώματα, όπως η βιογραφία, διέπονται από μία ενότητα και έχουν παραχθεί εντός ενός συστήματος κανόνων. Τα επιμέρους τμήματά της νοηματοδοτούνται αποκλειστικά μέσω της ένταξής τους στους γενικούς κανόνες. Για το λόγο αυτό η ερμηνευτική ανάλυση απαιτεί την ανασυγκρότηση των κανόνων δόμησής της και συνακόλουθα των σχέσεων μεταξύ των επιμέρους τμημάτων. Αποτρέπει την απομόνωση των μεμονωμένων στοιχείων του κειμένου και την ερμηνεία τους μέσω της υπαγωγής του σε ένα προκαθορισμένο σύστημα ταξινομήσεων και μεταβλητών. Κάτι τέτοιο θα βασιζόταν στην εσφαλμένη αντίληψη πως τα μέρη αυτά έχουν μια σταθερή και αυθύπαρκτη σημασία.          
2. Η αρχή της «ανοικτότητας»
Σύμφωνα με αυτήν, το βιογραφικό κείμενο δεν ελέγχεται στη βάση προδιατυπωμένων υποθέσεων και κατηγοριών, αλλά επιδιώκεται η ανασυγκρότηση των έκδηλων και λανθανουσών δομών νοήματος που εμπεριέχονται σε αυτό. Με άλλα λόγια, αποτρέπει τον ερευνητή από το να σχηματίζει υποθέσεις εκ των προτέρων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει αυτός να αποστερεί το έργο του από κάθε θεωρητική προεργασία. Αντίθετα, κρίνεται απαραίτητη η θεωρητική και γνωστική προετοιμασία του ερευνητή σχετικά με το ερευνώμενο πεδίο. Έτσι θα αποκτήσει τα μέσα ευαισθητοποίησης που θα τον καθοδηγήσουν στην αναλυτική προσέγγιση του κειμένου. Πιστός στην αρχή της ανοικτότητας ο ερευνητής οφείλει να θέτει σε διαρκή διάλογο το θεωρητικό και εννοιολογικό πλαίσιο με το εμπειρικό υλικό. Και από το εμπειρικό υλικό θα πρέπει πάλι να δοθεί το έναυσμα για επιπλέον βιβλιογραφική και θεωρητική έρευνα. Η βιβλιογραφική έρευνα και η ανάλυση του υλικού εξελίσσονται παράλληλα, τροφοδοτώντας η μία την άλλη.
3. Η αρχή της επεξεργασίας των επιμέρους τμημάτων σε σχέση με τον κειμενικό τους τρόπο
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η χρήση διαφορετικών ειδών του λόγου επιφέρει ανάλογες επιδράσεις στο πλαίσιο της επικοινωνιακής ανταλλαγής μεταξύ ερωτώμενου και συνεντευκτή. Τα εκδηλωτικά συναισθημάτων χαρακτηριστικά της επικοινωνίας αυτής με το είδος του λόγου που επιλέγεται κάθε φορά. Ο Γ. Τσιώλης υιοθετεί την ταξινόμηση των Lucius – Hoene και Deppermann (2002: 145) για την περιγραφή των διαφορετικών αυτών κειμενικών ειδών. Σύμφωνα με την ταξινόμηση αυτή, στις βιογραφικές αφηγηματικές συνεντεύξεις παράγεται λόγος που αντιστοιχεί σε τρία διαφορετικά κειμενικά είδη: περιγραφή, επιχειρηματολογία και αφήγηση.
Κατά την περιγραφή παρουσιάζονται από τη θέση ενός παρατηρητή στοιχεία του κόσμου χωρίς να εντάσσονται σε ένα χρονολογικό πλαίσιο ή να εμπεριέχεται στην παρουσίαση η διάσταση της μεταβολής. Η εξέταση των περιγραφικών τμημάτων του κειμένου της βιογραφικής συνέντευξης παρέχει στον ερευνητή πρόσβαση στις ποιοτικές κατηγορίες, βάσει των οποίων ο αφηγητής φωτίζει σημαντικές για αυτόν όψεις του κόσμου, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο οι κατηγορίες αυτές συνδέονται μεταξύ τους.
Με την επιχειρηματολογία ο ομιλητής τοποθετείται με θεωρητικό, αφαιρετικό ή αξιολογικό τρόπο έναντι γεγονότων, προβλημάτων ή αντιθέσεων. Μέσω της επιχειρηματολογίας ο αφηγητής επιδιώκει να διασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή του ακροατή σχετικά με τις θέσεις του. Το πότε και σε ποια σημεία αισθάνεται ο αφηγητής την ανάγκη να υποστηρίξει θεωρητικά τη θέση του ή τις βιογραφικές του επιλογές, αποτελεί μια παράμετρο που πρέπει να συνυπολογιστεί κατά την ανάλυση του κειμένου.
Κατά την αφήγηση αποδίδεται η χρονική εξέλιξη των γεγονότων, η μεταβολή των καταστάσεων καθώς και η δράση των υποκειμένων που μετέχουν στα γεγονότα. Διακρίνεται δε η αφήγηση σε επιμέρους είδη όπως η (α) σκηνική – επεισοδιακή εξιστόρηση, (β) η αναδρομική εκθετική εξιστόρηση και (γ) η εξιστόρηση με τη μορφή χρονικού.
Κατά το πρώτο είδος (σκηνική – επεισοδιακή εξιστόρηση) δίδεται έμφαση, από τον αφηγητή, στη λεπτομερή, ακριβή και δραματοποιημένη απόδοση μιας αλληλουχίας γεγονότων, με τη χρήση εκφραστικών τρόπων ομιλίας όπως ο ευθύς λόγος, οι μιμήσεις ή οι χειρονομίες. Με τον τρόπο αυτό αναφαίνονται οι λανθάνουσες αποτιμήσεις και αξιολογήσεις των γεγονότων καθώς και ηθικά μηνύματα.
Κατά την αναδρομική εκθετική εξιστόρηση παρουσιάζονται κατά κανόνα μεγαλύτερες χρονικές περίοδοι και εκτίθενται συνοπτικά τα κύρια γεγονότα και οι σημαντικές μεταβολές. Έτσι αναδεικνύονται αυτά που το υποκείμενο θεωρεί σημαντικά και ως τέτοια μπορεί να τα αξιοποιήσει ο ερευνητής.
Στην εξιστόρηση με τη μορφή χρονικού παρουσιάζονται μακρές χρονικές περίοδοι, ενώ δίνεται έμφαση στη χρονική σειρά των σημαντικότερων γεγονότων, χωρίς να καταδεικνύεται όμως η διασύνδεση μεταξύ τους, ούτε η ποιότητα της προσωπικής εμπλοκής του αφηγητή. Αυτή η μορφή εξιστόρησης σκοπό έχει να πληροφορήσει το συνεντευκτή σχετικά με τους σταθμούς και τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στη βιογραφική διαδρομή του αφηγητή.
Κατά τον Schutze[13] η διαδικασία της επεξεργασίας των βιογραφικών αφηγηματικών κειμένων θα πρέπει να αρθρώνεται σε διαδοχικά βήματα, ως εξής:
Αρχικά[14] θα πρέπει να γίνεται μια μορφολογική ανάλυση του κειμένου, κατά την οποία σημειώνονται τα αφηγηματικά από τα μη αφηγηματικά μέρη, ενώ τα πρώτα αναλύονται σε ενότητες και υποενότητες. Έτσι είναι δυνατόν να διαγνωσθεί η νοηματική αλληλουχία αλλά και ο τρόπος διάρθρωσης των νοημάτων του συνολικού κειμένου.
Ακολουθεί η δομική περιγραφή, κατά την οποία το κείμενο αναλύεται σε νοηματικά τμήματα και εντοπίζονται οι δομές διαδικασιών[15]. Εξετάζεται ερμηνευτικά το κάθε τμήμα καθώς και η αλληλουχία των περιγραφόμενων γεγονότων σε σχέση με τη μεταβαλλόμενη στάση του φορέα της βιογραφίας έναντι των γεγονότων αυτών. Για την εξυπηρέτηση των αναγκών του σταδίου αυτού, λαμβάνονται υπόψη και μορφολογικά στοιχεία του κειμένου τα οποία αποδίδουν τον τρόπο σύνδεσης των γεγονότων καθώς και τη χρονική αλληλουχία. Επίσης, οι δείκτες λόγου που δηλώνουν ελλιπή αληθοφάνεια και την αναγκαιότητα περαιτέρω διευκρινίσεων, όπως παύσεις, επιβράδυνση του λόγου κ.λ.π.[16]
Στο στάδιο της αναλυτικής αφαίρεσης επιδιώκεται η αποδέσμευση της οπτικής του ερευνητή από τις λεπτομέρειες της αφήγησης, σε επίπεδο «δομών – διαδικασιών», με σκοπό την ανίχνευση επαναλαμβανόμενων (τυπικών) προτύπων βίωσης, αλλά και βιογραφικής εξέλιξης. Αναλυτικότερα, ο ερευνητής, κατά το στάδιο αυτό προβαίνει σε συνολικές αποτιμήσεις που αφορούν τα δομικά χαρακτηριστικά της εξεταζόμενης περίπτωσης. Η διαδικασία αυτή αναλύεται σε στάδια, όπως η ανάδειξη του λανθάνοντος μηχανισμού που καθορίζει το συνολικό χαρακτήρα της αφήγησης, η ανάδειξη της λανθάνουσας δομής νοήματος η οποία περιλαμβάνει τους νοηματοφόρους άξονες του βίου, η ανάδειξη του ειδικού τρόπου με τον οποίο η εξεταζόμενη περίπτωση συγκεκριμενοποιεί το ερευνώμενο φαινόμενο.
Ακολουθεί η γνωστική ανάλυση, κατά την οποία ο ερευνητής εστιάζει και εξετάζει τα μη αφηγηματικά τμήματα του κειμένου, όπως είναι οι αξιολογήσεις, τα επιχειρήματα, οι θέσεις, επιδιώκοντας την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τους προσανατολισμούς του αφηγητή. Τέτοια συμπεράσματα μπορεί να έχουν να κάνουν με τον εντοπισμό και την ανάδειξη των νοηματοδοτήσεων του αφηγητή, το πώς αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με τα γεγονότα και εν τέλει πως συμπλέκεται συναισθηματικά με αυτά.
Κατά τη φάση της συγκριτικής ανάλυσης που ακολουθεί, ο ερευνητής αναζητά ομοιότητες ή μη, σε σχέση με άλλα τυχόν υφιστάμενα αφηγηματικά κείμενα της ίδιας ερευνητικής ενότητας, με σκοπό τη σύγκριση των ενδεχόμενων διαφορετικών -ή μη- τρόπων αντιμετώπισης και νοηματοδότησης συγκεκριμένων γεγονότων ή καταστάσεων.
Το τελευταίο στάδιο της αναλυτικής διαδικασίας αποσκοπεί στην κατασκευή ενός θεωρητικού μοντέλου, στο οποίο θα είναι ενταγμένα τα πορίσματα τα οποία έχουν προκύψει από τα προηγούμενα στάδια της ανάλυσης και το οποίο θα καταδεικνύει έναν σαφή τρόπο μετάβασης από το ειδικό στο γενικό, μέσα από μία επιλεκτική διαδικασία αφαίρεσης και πλαισίωσης.
Άλλη σημαντική πρόταση για τη μεθοδολογία της ερμηνευτικής προσέγγισης των βιογραφικών αφηγηματικών κειμένων προέρχεται από τον Ulrich Oevermann, ο οποίος εισηγήθηκε την «αντικειμενική ερμηνευτική»,[17] η οποία κατ’ αρχάς τοποθετείται απέναντι στη θετικιστική αντίληψη της κοινωνικής έρευνας, βασισμένη στην άποψη – θέση πως οι ανθρώπινες δράσεις είναι δομημένες διαδικασίες οι οποίες εμπεριέχουν νόημα, ενώ αποστασιοποιείται και από την αντίληψη του περιορισμού της έρευνας στην αποκρυπτογράφηση των οπτικών και των προθέσεων των δρώντων υποκειμένων, που προσδιορίζουν, με άλλα λόγια, ως πεδίο μελέτης τους την ατομική συνείδηση.[18]
Η συγκεκριμένη πρόταση δέχεται ως αντικείμενα της έρευνας τα κείμενα αυτά που δύνανται να αποτελέσουν αποτυπώσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, άρα και τις βιογραφικές αφηγήσεις.
Εστιάζει στην αποκρυπτογράφηση της υπόρρητης διαδικασίας εγγραφής της κοινωνικής πραγματικότητας στα εξεταζόμενα κείμενα, διακρίνοντας τα υποκειμενικά νοήματα που πρωτογενώς παρουσιάζονται εκεί από τις λανθάνουσες δομές αντικειμενικού νοήματος, οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα από τις προθέσεις των ατομικών υποκειμένων. Η διάκριση μεταξύ αντικειμενικής σημασίας και ατομικών προθέσεων αποτελεί θεμελιώδη αρχή της αντικειμενικής ερμηνευτικής, θεωρώντας μάλιστα πως κάθε κοινωνική πράξη εκδηλώνεται στον ατομικό βίο εντός ενός πλαισίου δυνατοτήτων το οποίο ορίζουν οι εκάστοτε ισχύοντες κοινωνικοί κανόνες. Η ερμηνεία, λοιπόν, των ατομικών πράξεων θα πρέπει να βασίζεται στην αποκρυπτογράφηση αυτού του κανονιστικού πλαισίου.
Σύμφωνα με την αντικειμενική ερμηνευτική, δεν προτείνονται συγκεκριμένοι μεθοδολογικοί κανόνες ή ερμηνευτικό πρόγραμμα. Αντιθέτως, προτείνεται μια ευέλικτη ερμηνευτική διεργασία η οποία διατρέχεται από μία σειρά αρχών, όπως:
Η παραλλαγή των περικειμένων, μέσω νοητικού πειραματισμού
Σύμφωνα με αυτήν, το κείμενο τέμνεται σε νοηματικές ενότητες και αναζητούνται εναλλακτικοί τρόποι «ανάγνωσης» για κάθε μία από αυτές.
Ο ερευνητής, μέσω του νοηματικού πειραματισμού, αναζητά περικείμενα τα οποία σχετίζονται με την εξεταζόμενη φράση και μπορούν να τη σημασιοδοτήσουν διαφορετικά. Στη συνέχεια τα περικείμενα αυτά αντιπαρατίθενται συγκριτικά με το πραγματικό περικείμενο της έκφρασης.
Η ανάλυση της διαδοχικής αλληλουχίας
Το βιογραφικό αφηγηματικό κείμενο νοείται ως δομική νοητική διαδικασία, με συγκεκριμένη ακολουθία, κάθε ερμηνευτική του προσέγγιση δεν μπορεί να είναι αποσπασματική αλλά να λαμβάνει υπόψη της τη διαδοχική αλληλουχία των στοιχείων που την απαρτίζουν, και με τη σειρά που αυτά έχουν παρατεθεί από τον αφηγητή. Μάλιστα, απαιτείται η πλήρης εξάντληση των ερμηνευτικών δυνατοτήτων για κάθε ενότητα, πριν ο ερευνητής προχωρήσει στην επόμενη. Αλλιώς, με την υιοθέτηση των εκδοχών του αφηγητή υπάρχει ο κίνδυνος, εν τέλει, η ερμηνεία να εκπέσει σε μια απλή αναπαραγωγή των εκτιμήσεων του αφηγητή.
Η διεργασία του νοητικού πειραματισμού και η απαγωγική λογική
Πρόκειται για μία διαδικασία πειραματικής εύρεσης όλων των συμβατών περικειμένων μίας έκφρασης του κειμένου με σκοπό τη διατύπωση εναλλακτικών τρόπων ανάγνωσής της, για την οποία απαιτείται η «απογύμνωση» της έκφρασης αυτής από τα πραγματικά της περικείμενα. Αυτό συνιστά μια απαγωγική λογική διαδικασία, και αποτελεί το θεμέλιο της ερμηνευτικής ανάλυσης σύμφωνα με την «αντικειμενική ερμηνευτική».
Η μεθοδολογία που μπορεί να ακολουθηθεί, σύμφωνα με την αρχή αυτή, θα μπορούσε να αναλυθεί σε τρία επιμέρους βήματα:
Α) Διατυπώνονται όλοι οι δυνατοί τρόποι ερμηνευτικής προσέγγισης του φαινομένου αυτού.
Β) Από αυτούς προκύπτουν οι αναμενόμενες συνέπειες οι οποίες θα επιβεβαίωναν κάθε εναλλακτικό τρόπο ανάγνωσης.
Γ) Τέλος, εξετάζονται ποιοι από τους τρόπους ανάγνωσης αυτούς επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται με κριτήριο τις υποθέσεις που προέκυψαν κατά τη διατύπωση εναλλακτικών αναγνώσεων. Ο τρόπος ανάγνωσης που δεν διαψεύδεται κατά τη φάση αυτή κατισχύει.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα αναδειχθούν η συστηματικότητα και η κανονικότητα με την οποία αναπαράγεται διαδοχικά η συγκεκριμένη δομή στο εξεταζόμενο κείμενο, και οι οποίες είναι η αφετηρία για κάθε πιθανό μετασχηματισμό της. Θα πρέπει λοιπόν η αφήγηση να εκλαμβάνεται ως μόρφωμα το οποίο ενθυλακώνει τις κοινωνικές οπτικές και στάσεις του υποκειμένου, τις ειδικές κοινωνικές συνθήκες που το περιέβαλλαν σε κάθε χρονικό διάστημα καθώς και οι εξελίξεις και οι μετασχηματισμοί τους.
Φαίνεται λοιπόν ότι το βάρος μετατοπίζεται από τις ατομικές περιπτώσεις στη διατύπωση μίας τυπολογίας, η οποία προκύπτει από την κανονικότητα των μεταβολών. Η διαδικασία αυτή, όπως προαναφέρθηκε, συντελείται μέσω αφαίρεσης, αρχικά, και πλαισίωσης στη συνέχεια. Με την αύξηση του βαθμού αφαίρεσης μπορούν στον ίδιο τύπο να υπαχθούν περισσότερες περιπτώσεις.
Συμπερασματικά, οι ερευνητές που υιοθετούν τις αρχές της αντικειμενικής ερμηνευτικής στη βιογραφική έρευνα, εκκινούν από τη θεμελιακή διαφοροποίηση μεταξύ υποκειμενικής αντίληψης - προθετικότητας και αντικειμενικού λανθάνοντος νοήματος και για το λόγο αυτό προσεγγίζουν τα βιογραφικά κείμενα ως «....αποτυπώσεις μιας λανθάνουσας δομής νοήματος, που βρίσκεται στη βάση του ατομικού βίου και προσδιορίζει τους τρόπους παραγωγής και εξέλιξης της κοινωνικής ζωής του φορέα της βιογραφίας»[19].         
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η «διπλή ερμηνευτική» του Anthony Giddens, σύμφωνα με την οποία «Τα εννοιολογικά σχήματα των κοινωνικών επιστημών εκφράζουν μία διπλή ερμηνευτική, που σχετίζεται, απ’ τη μια, με την πρόσβαση και κατανόηση των πλαισίων νοήματος που αφορούν την παραγωγή της κοινωνικής ζωής από τους δρώντες στην καθημερινότητα, και, από την άλλη, με την ανασύσταση αυτών των πλαισίων νοήματος σε νέα νοηματικά πλαίσια που αφορούν τεχνικά εννοιολογικά σχήματα».[20] Συνεπώς, η έρευνα που βασίζεται στις προφορικές αφηγήσεις μπορεί να πλησιάσει στη γνώση για το παρελθόν εφόσον, και στο βαθμό, που θα μπορέσει να αποκρυπρογραφήσει την εσωτερική λειτουργία των κειμενικών αποτυπώσεων, αφιστάμενη από το επίπεδο των υποκειμενικών αναγνώσεων, δηλαδή όταν θα μπορέσει να εντοπίσει και να αναδείξει τις λανθάνουσες δομές νοήματος και να τις διαφοροποιήσει από τις εκάστοτε υποκειμενικές αναγνώσεις[21].

Σήμερα, είναι γνωστό πως η γνωστική εσωτερίκευση της πραγματικότητας έχει αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Ότι θεμελιώνεται δηλαδή στην σύνθετη διαδικασία κωδικοποίησης που διενεργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, στη βάση μιας εσωτερικής λογικής που έχει αναπτύξει, ήδη από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του και η οποία εμπλουτίζεται συνεχώς από νέα δεδομένα και εισροές, αλλά και επηρεάζεται από τα υπόλοιπα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού και τη συνολικότερη κατάστασή του. Η γνωστική αυτή διαδικασία δεν έχει να κάνει τόσο με την ποιότητα των ερεθισμάτων όσο με την εσωτερική γνωστική λειτουργία του ατόμου. Ο ερευνητής οφείλει να εντοπίσει και να αναδείξει την εσωτερική αυτή λογική του αφηγητή του ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει την ερμηνεία του βιογραφικού κειμένου. Η βιογραφική συγκρότηση[22] του ατόμου, άλλωστε, δεν είναι παρά «....ο ιδιότυπος αυτός κώδικας, που διαμεσολαβεί την προσοικείωση του «κοινωνικού» από το άτομο...»[23].
Η ατομική, εσωτερική, λογική επεξεργασίας και εσωτερίκευσης των εξωτερικών ερεθισμάτων, συνιστά τον ατομικό κώδικα με τον οποίο επεξεργαζόμαστε τη βιογραφική μας εμπειρία. Ο κώδικας αυτός διαμορφώνεται, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του ατόμου όταν αυτό αποκτά συνείδηση ενός ιστορικά συγκροτημένου πεδίου κοινωνικών κανόνων, οι οποίοι περιλαμβάνουν κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις και τύπους, και οι οποίοι υλοποιούνται, κυρίως, γλωσσικά και έτσι εσωτερικεύονται από το άτομο, συνιστώντας το ατομικό του απόθεμα νοήματος επί του οποίου βασίζεται η κάθε περαιτέρω νοηματοδότηση των ερεθισμάτων που δέχεται[24].
Ο ερευνητής θα πρέπει να κατανοεί ότι και για αυτόν η διαδικασία της συνέντευξης συνιστά μία βιογραφική εμπειρία και συνακόλουθα υπάγεται και αυτός στη διαδικασία της ερμηνείας του τρόπου με τον οποίο βίωσε την εμπειρία αυτή. Βέβαια, στην περίπτωσή του θα πρέπει να προσπαθήσει να αυτο-ερμηνευθεί, κάτι που απαιτεί αποστασιοποίηση από τη συναισθηματική φόρτιση της διαδικασίας της συνέντευξης και ικανότητα –κατά το δυνατόν- αντικειμενικής ενδοσκόπησης. Εννοείται, ότι το υλικό από αυτή την αναστοχαστική διαδικασία θα πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά την εξαγωγή των πορισμάτων της έρευνας του βιογραφικού κειμένου.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
Τσιώλης Γιώργος, Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις, Η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2006

Thompson Paul, Φωνές από το παρελθόν, Προφορική Ιστορία, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008




[1] χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι επίσης απαραίτητη η επανεξέταση του ηχητικού υλικού όσες φορές αυτό χρειαστεί
[2] «Ο ερευνητής οφείλει, βέβαια, να θέσει τα στοιχεία  του θεωρητικού και εννοιολογικού πλαισίου σε ένα συνεχή «διάλογο» με το εμπειρικό υλικό στην πορεία της ανάλυσης». Τσιώλης:2006, σελ. 192
[3] «…πως μια βιογραφική αφήγηση αποδίδει με πιστότητα μια σειρά από μεταβολές της κατάστασης του φορέα της βιογραφίας κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι δε μεταβολές της κατάστασης γίνονται αντιληπτές ως διαφοροποίηση της σχέσης του υποκειμένου προς τα εξελισσόμενα γεγονότα». Τσιώλης:2006, σελ. 69
[4] «…..ο ερευνητής οφείλει……να εστιάσει δηλαδή σε εκείνο τον λανθάνοντα μηχανισμό που διευθύνει την επιλογή των διηγηθέντων γεγονότων και βιωμάτων». Τσιώλης:2006, σελ. 197
[5] «Η Claudine Vegh ανακάλυψε παρόμοιους φόβους, εφιάλτες, νευρικότητα θυμό και αίσθηση παράλυσης όταν έπαιρνε συνεντεύξεις από Γάλλους Εβραίους που οι γονείς τους σκοτώθηκαν στην περίοδο των Ναζί. «Πολλοί από όσους έμειναν ορφανοί δεν μιλάνε ποτέ για το παρελθόν τους….είναι ταμπού. Δεν θέλουν –πάνω απ’ όλα δεν μπορούν- να μιλήσουν γι’ αυτό». Πολλοί απ’ όσους μίλησαν ήταν πολύ διστακτικοί, μιλούσαν βραχνά ή ψιθυριστά, ή ξεσπούσαν σε λυγμούς. Δεν μπόρεσαν να πενθήσουν την ώρα του χωρισμού από τους γονείς τους επειδή δεν υπήρχε χρόνος, δεν έγινε καμία τελετή και πολύ αργότερα βεβαιώθηκαν ότι οι γονείς τους είχαν πεθάνει». Thompson: 2008, sel. 227
[6] «Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με τους Nassehi και Weber:(1990, σελ. 154), ο τρόπος με τον οποίο το δρων στην καθημερινότητα υποκείμενο βιώνει το χρόνο, διαφέρει ριζικά από την αναπαράσταση του χρόνου ως μίας γραμμικής, ισόποσα κατατμημένης κλίμακας, όπου το ένα σημείο διαδέχεται το άλλο. Από μία «φυσικοεπιστημονική», δηλαδή, θεώρηση του χρόνου. Το δρων υποκείμενο βιώνει τον κοινωνικό χρόνο πάντα μέσα από την παροντική οπτική. Τη δε κοινωνική πραγματικότητα στη χρονολογική της δυναμική, μέσω δηλαδή συνεχών τροποποιήσεων των χρονικών οπτικών». Τσιώλης:2006, σελ. 80
[7] Τσιώλης:2006, σελ. 138
[8] «…διαδικασία ανασυγκρότησης και αποκρυπτογράφησης του λανθάνοντος πλέγματος νοήματος που διαπερνά τον ατομικό βίο ως κεντρικό μέλημα της βιογραφικής έρευνας». Τσιώλης:2006, σελ. 157
[9] Τσιώλης:2006, σελ. 112
[10] ό.π., σελ. 147
[11] ό.π., σελ. 174
[12] Τσιώλης:2006, σελ. 193-200

[13] Τσιώλης:2006, σελ. 71 - 74
[14] Ο Γ. Τσιώλης θεωρεί ότι θα πρέπει να προηγηθεί η Ανάλυση της διαδρομής του βίου στη χρονολογική της σειρά, κατά την οποία συντάσσεται ένας χρονολογικός πίνακας, ο οποίος περιλαμβάνει τους σημαντικότερους βιογραφικούς σταθμούς του ερευνώμενου υποκειμένου. ό.π, σελ. 207, 209
[15] «Υποδειγματικοί τύποι «δομών – διαδικασιών»:
-Βιογραφικά σχήματα δράσης
-Θεσμικά πρότυπα εξέλιξης της διαδρομής του βίου
-Εξαρτημένη βιογραφική τροχιά
-Διαδικασίες μεταβολής», ό.π. σελ. 69-70
[16] Όπως αναφέρει ο Γ. Τσιώλης, οι LuciusHoene και Deppermann προτείνουν μια σειρά από πέντε ερωτήματα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν έναν ευρετικό οδηγό για την ερμηνευτική προσέγγιση των τμημάτων του κειμένου, κατά το στάδιο αυτό. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
-Τι παρουσιάζεται στο απόσπασμα; (περιεχόμενο)
-Πώς παρουσιάζεται; (μορφή)
-Γιατί παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο απόσπασμα – και όχι κάτι άλλο; (λειτουργία σε σχέση με το περιεχόμενο)
-Γιατί παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο (χρονικό) σημείο – και όχι σε κάποιο άλλο; (λειτουργία σε σχέση με την τοποθέτηση εντός της συνολικής αφήγησης)
-Γιατί παρουσιάζεται με αυτόν τον τρόπο – και όχι με κάποιον άλλο; (λειτουργία σε σχέση με τη μορφή). ό.π. σελ. 72
[17] Τσιώλης:2006, σελ. 20
[18] ό.π., σελ. 87-88
[19] Τσιώλης:2006, σελ. 108
[20] Τσιώλης:2006, σελ. 46 -47
[21] ό.π., σελ. 89
[22] «Η βιογραφική συγκρότηση αποτελεί τη μήτρα πρόσληψης κάθε κοινωνικού συμβάντος και μετατροπής του σε βίωμα», ό.π., σελ. 22
[23] Alheit και Dausien 2000: 275, στο Τσιώλης:2006, σελ. 152
[24]Τσιώλης:2006, σελ. 154

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου